Monday, November 22, 2021

«Σκιές Στον Αδη»: Το φινάλε του κύκλου «Ωδές Στον Βύρωνα» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ

 Μετά από κάποια πολύ ενδιαφέροντα έργα με κορυφαίο το «Ask Ada» του Γιάννη Κυριακίδη που προβλήθηκαν σε streaming από την GNOTV ο κύκλος «Ωδές Στον Βύρωνα», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ για τον εορτασμό της επετείου των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του ’21 και σε επιμέλεια του Αλέξανδρου Μούζα, φτάνει στο τέλος του με ένα έργο που θα παρουσιαστεί ζωντανά.  Ο τίτλος του «Σκιές Στον Αδη», την μουσική του υπογράφει ο ίδιος ο Αλέξανδρος Μούζας και θα παρουσιαστεί το Σάββατο 27 και την Κυριακή 28 Νοεμβρίου στην αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Πρόκειται για ένα μουσικοθεατρικό έργο με κείμενα που προέρχονται κατά κύριο λόγο από την εκτενέστατη επιστολογραφία Λόρδου Βύρωνα σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλουυ, τον Χρήστο Λούλη να υποδύεται τον Βύρωνα και τον Νίκο Βασιλείου να διευθύνει το ενδεκαμελές ενόργανο σύνολο. 

 


Αλέξανδρος Μούζας: «Ανθρωποι σαν τον Βύρωνα διευρύνουν τα όρια και ανοίγουν πόρτες για όλους εμάς τους υπόλοιπους» 

Ο Αλέξανδρος Μούζας είναι συνθέτης που κινείται αποφασιστικά στον χώρο της σύγχρονης μουσικής με τα έργα του πολύ συχνά να συνδιαλέγονται με άλλες μορφές τέχνης όπως ο κινηματογράφος και το θέατρο. Όχι απλά πηγή έμπνευσης αλλά βάση του «Σκιές Στον Αδη» είναι ο γραπτός λόγος και η προσωπικότητα του Lord Byron και συνομίλησα μαζί του για το πως αντιμετώπισε αυτή την τόσο σημαντική – μα και αντιφατική στο έπακρο – φυσιογνωμία όχι μόνο του φιλελληνικού κινήματος και της Επανάστασης του ’21 αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα. 

 


Ποιος ήταν ο κεντρικός άξονας της προσέγγισης σου συνολικά στον κύκλο «Ωδές; Στον Βύρωνα» και ποιος στο δικό σου έργο, αν βέβαια υπήρχε διαφορά;

 

Είναι δύσκολο να περιγράψεις έναν ήρωα που ενσωματώνει στην προσωπικότητα του όλα τα γνωστά ανθρώπινα πάθη και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Το καταγεγραμμένο στη συνείδηση μας «αγιοποιημένο» φιλελληνικό του προφίλ μάς απέτρεψε πολλάκις από το να έρθουμε σε ουσιαστική επαφή με το σπουδαίο έργο του αλλά και να τον γνωρίσουμε σαν άνθρωπο μέσα από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του. Αναμφίβολα υπήρξε ένας σούπερ σταρ της εποχής του που ήρθε αντιμέτωπος με την καθεστηκυία τάξη, ταξίδεψε μέσα στο χρόνο και σε διάφορους τόπους, γνώρισε, πολιτεύτηκε, συμμετείχε ενεργά σε επαναστάσεις και κινήματα, έζησε τον έρωτα σε κάθε μορφή και παραλλαγή, αγάπησε και αγαπήθηκε, αδίκησε και αδικήθηκε, πλήγωσε και πληγώθηκε. Όλα συνθέτουν ένα εκρηκτικό κράμα αμαρτωλού παρελθόντος, ένοχου παρόντος και λυτρωτικού μέλλοντος. Υπήρξε ένας «ατελής» άνθρωπος που τα όρια της προσωπικότητάς του εκτείνονταν από την τρυφερότητα και το δόσιμο μέχρι την αλαζονεία, την απανθρωπιά και την αυτοκαταστροφή. Ανέκαθεν οι κάθε λογής «σταρ» λειτουργούσαν σαν πολιορκητικοί κριοί που γκρέμιζαν τα τείχη τα οποία περιχαράκωναν την εποχή τους. Ινδάλματα πιο πάνω από τον μέσο άνθρωπο αναλάμβαναν να αντιπαρατεθούν με αδιέξοδα, νόρμες και ηθικές. Ο απλός άνθρωπος πιάνεται από το άρμα τους για να ανοίξει τις πόρτες της ταπεινής του ύπαρξης σε νέους ζωτικούς χώρους. Τέτοια μορφή ήταν ο Βύρων. Έκανε αρκετή «βρώμικη δουλειά» για λογαριασμό μας. Αυτά το πολυδιάστατο της προσωπικότητας του και όλα τα αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία που το απαρτίζουν θεώρησα ότι έπρεπε να αναδειχθούν μέσα από διαφορετικής λογικής παραγωγές με σκοπό να βοηθήσουν το κοινό να αφουγκραστεί, με όλες του τις αισθήσεις, τους πολλαπλούς και  άγνωστους στο ευρύ κοινό ψιθύρους μιας φαινομενικά οικείας φωνής.

 

Γιατί επέλεξες να κάνεις ένα έργο με υποκριτική ερμηνεία και όχι τραγουδιστικό όταν μάλιστα χρησιμοποίησες και ποιήματα του Βύρωνα που έχουν ήδη μελοποιηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν;

 

Εξαρχής ήθελα να κάνω ένα έργο βασισμένο στην θεατρική ερμηνεία που μάλιστα, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι απαιτούσε έναν ικανότατο ηθοποιό. Καθώς το έργο στηρίζεται στην εκτενή επιστολογραφία του Βύρωνα θεώρησα ότι ένας πολυσχιδής ερμηνευτικά ηθοποιός που θα ενσάρκωνε τον ήρωα, συνεπικουρούμενος από την σκηνική δράση, τα κοστούμια και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, θα εξέφραζε πιο τεκμηριωμένα την προσωπικότητά του. Ήθελα να αντιπαραβάλω την αμεσότητα της θεατρικής ερμηνείας και την σωματικότητα της φυσικής παρουσίας με την «μεταφυσική» παρουσία της μουσικής.

 

Θα υπάρχει ηλεκτρονική επεξεργασία της  φωνής όσο και συνολικά της σκηνικής παρουσίας του Χρήστου Λούλη;

 

Όχι, ο  ήχος της φωνής του ηθοποιού που εκφράζει με ιδιαίτερο τρόπο τον λόγο του Βύρωνα φτάνει στο κοινό «καθαρός», χωρίς διαμεσολάβηση ή ηλεκτρονική επεξεργασία.

 

Από πλευράς μουσικής φόρμας αλλά και δομής πού θα έλεγες ότι κινείται το έργο; Διατήρησες τα πρωτοποριακά στοιχεία που κατά κανόνα έχουν οι συνθέσεις σου ή λόγω περίστασης και θέματος προσπάθησες να είναι πιο «φιλικό» προς το κοινό; 

 

Καταλυτικό στοιχείο στον σχηματισμό της βασικής ιδέας και της δομής του έργου υπήρξε μια αποστροφή επιστολής του Βύρωνα την περίοδο της συγγραφής του «Τσάιλντ Χάρολντ»: «Ήμουν σχεδόν τρελός ανάμεσα στη μεταφυσική, τα βουνά, τις λίμνες, την άσβεστη αγάπη, τις ανείπωτες σκέψεις και τον εφιάλτη των δικών μου λαθών». Έτσι το έργο δομήθηκε σε τρία επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο (γήινο/αρσενικό) αφορά στο παρόν, όπως περιγράφεται στις επιστολές του, ο Αγώνας, οι Τούρκοι, οι Έλληνες, η διχόνοια, οι φιλονικίες, οι Σουλιώτες, τα χρήματα, το Κομιτάτο κ.λπ. Το δεύτερο επίπεδο (συναισθηματικό/θηλυκό) αφορά στη σχέση του με τους άλλους, έρωτες, πάθη, εραστές, η σχέση του με την κόρη του κ.λπ. Το τρίτο επίπεδο (μεταφυσικό/ερμαφρόδιτο) αφορά στα θέματα πέρα από την πραγματικότητα, η ζωή, ο θάνατος, ο Θεός, η αιωνιότητα κ.λπ. Στο πρώτο επίπεδο που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από την επιστολογραφία του τελευταίου ταξιδιού του στην Ελλάδα το οποίο  είναι και η τελευταία περίοδος της ζωής του (Αύγουστος 1823 – Απρίλιος 1824). Οι επιστολές ουσιαστικά μας εντάσσουν στον τόπο και τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Στο δεύτερο και το τρίτο επίπεδο χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το «Τσάιλντ Χάρολντ», το θεατρικό έργο «Κάιν» («Cain») και από σημαντικά ποιήματά του, κυρίως της τελευταίας περιόδου. Τα τρία αυτά επίπεδα, ως διαφορετικά κελύφη, συνυπάρχουν και αλληλοσυγκρούονται. Ο ήρωας μεταπηδά με ιδιαίτερη ευκολία από το ένα στο άλλο σαν σε εγκεφαλικό ασανσέρ. Γυρίζοντας έναν εσωτερικό διακόπτη απομονώνεται από το περιβάλλον του για να επεξεργαστεί σκέψεις και ιδέες στα διαφορετικά εργαστήρια του μυαλού του. Καθένα επίπεδο αντιμάχεται να κυριαρχήσει στα άλλα με τον Βύρωνα δεδηλωμένα να προσπαθεί να βρει μια εσωτερική ισορροπία.

 


Δεδομένης της σχέσης του Βύρωνα με την Ελλάδα που σε έναν βαθμό ήταν και η αιτία για τον τόσο πρόωρο θάνατο του θεώρησες σκόπιμο να συμπεριλάβεις και κάποια ελληνικά μουσικά στοιχεία στο έργο ή αυτό δεν σε ενδιέφερε καθόλου;

 

Η μουσική λειτουργεί σχεδόν με κινηματογραφική οπτική προσπαθώντας, με σύγχρονο τρόπο, να αναδείξει νέα μηνύματα μέσα από μια προσωπική ανάγνωση. Είναι η προσωπική ερμηνεία και οπτική ενός Έλληνα συνθέτη που χρησιμοποιεί την δική του γλώσσα για να αντιπαρατεθεί με τον ψυχισμό του ήρωά του. Η μουσική δεν επιστρατεύει μουσικά δάνεια ούτε παραπέμπει σε μουσικές αναφορές της εποχής ή την παράδοση.

 

Τι σε οδήγησε ως προς την – αρκετά πολυμελή θα έλεγα για έργο της Εναλλακτική Σκηνής -  ενορχήστρωση; Είχες κάποιο συγκεκριμένο ηχητικό πλαίσιο στο μυαλό σου κατά την διάρκεια της σύνθεσης του έργου ή αυτό σε απασχόλησε μόνο μετά το πέρας της;

      

Η ενορχήστρωση είναι ένα εργαλείο του συνθέτη που του δίνει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται πολλά χρώματα στο έργο του. Η πολυμελής ενορχήστρωση λύνει τα χέρια του καθώς διαθέτει μια πλούσια ηχοχρωματική παλέτα ενώ το βάθος των ηχητικών επιπέδων που ήθελα να αποδώσω γίνονται πιο αποτελεσματικά διαμέσου ενός ικανού αριθμού μουσικών.

 

Και τέλος, πώς θα περιέγραφες τον Βύρωνα με τρεις λέξεις αλλά και ποιες είναι οι άλλες τρεις που περιγράφουν τον Βύρωνα που θέλεις να αναδείξεις μέσα από το έργο καθώς δεν είναι καθόλου απαραίτητο η ιστορική και η «μυθοπλαστική» διάσταση του να ταυτίζονται;

 

Θα χρησιμοποιούσα όχι τρεις λέξεις αλλά τρία ζευγάρια λέξεων για να τον περιγράψω, έρωτας - θάνατος, καλό - κακό, ύβρις – πτώση. Βαδίζοντας στα θολά όρια μεταξύ ήρωα και δημιουργού ο Βύρων βίωσε έντονα ακραίες ψυχικές και πνευματικές μεταβάσεις. Παράλληλα η εσωτερική αναζήτηση, ο εσωτερικός αγώνας να συνυπάρξει με το παρόν του, δημιουργούσαν συγκρουσιακές καταστάσεις που, σαν ανεμοστρόβιλος, έπαιρναν ό,τι βρισκόταν μπροστά του, μέσα από όλους τους τρόπους που μπορεί αυτό να εξωτερικευτεί, λόγια, πράξεις, συναίσθημα, ερωτικό πάθος και την αυτοκαταστροφή να καραδοκεί σε κάθε βήμα σαν να ήταν το τελευταίο του. Μέχρι που το έκανε…

 


 

 

 

Wednesday, November 10, 2021

Γεωργία Σπυροπούλου: «Το έργο μου έχει στο επίκεντρο του την κατάρρευση της πόλης, την απομόνωση και τον εγκλεισμό»

 Με αφορμή το πρόσφατο CD της  «Fonotopia» μια συζήτηση (περισσότερο από συνέντευξη ) – ποταμός και εκ βαθέων για τη σύγχρονη μουσική, την πρωτοπορία, την σχέση της με την κοινωνία, την πανδημία και αρκετά ακόμα θέματα με την σπουδαία πρωτοπόρο συνθέτρια Γεωργία Σπυροπούλου η οποία διαπρέπει στην Γαλλία όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια. 

 

 


Η Γεωργία Σπυροπούλου σπούδασε πιάνο, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα και jazz αυτοσχεδιασμό στην Αθήνα. Στη συνέχεια εργάστηκε επί μια δεκαετία ως πιανίστρια, τόσο στον χώρο της jazz όσο όμως και της ελληνικής μουσικής που την μελέτησε και την κατέχει εις βάθος. Από το 1996 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι όπου σπούδασε σύνθεση, ηλεκτροακουστική μουσική και ανάλυση φόρμας αλλά και σύνθεση και μουσική τεχνολογία στο IRCAM, το γαλλικό επίκεντρο της μουσικής πρωτοπορίας μα και έρευνας. Από το 2008 και για μερικά χρόνια εργάστηκε ως συνθέτρια -ερευνητήτρια στο IRCAM με το project «MASK: Μεταμορφώσεις της φωνής και δημιουργία τεχνολογικών εργαλείων για τη live performance». Εχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις στην Γαλλία και σε άλλες χώρες και επίσης έχει προσκληθεί να διδάξει για το έργο της της και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί σε πανεπιστημιακά ιδρύματα αρκετών χωρών. Συνθέτει έργα ακουστικά (οργανικά και φωνητικά), ηλεκτροακουστικά αλλά και μεικτά στα οποία χρησιμοποιεί τη μουσική τεχνολογία. Δημιουργεί επίσης εργα multimedia και οπτικοηχητικές installations. Συλλαμβάνει τη μουσική της στους ενδιάμεσους χώρους της μουσικής πράξης, μουσικό κείμενο και προφορική κουλτούρα, παράδοση και πρωτοπορία. Εργάζεται με άξονα  την ιδέα των μουσικών και ηχητικών αρχέτυπων, της συγγένειας μορφών ετερόκλητων αλλά και πάνω στις μεταμόρφωσεις του ηχητικού φαινομένου. Ο μουσικός ήχος - οργανικός, ηλεκτρονικός, φυσικός - δεν είναι για εκείνη κάτι δεδομένο και άκαμπτο αλλά υλικό με πλαστικότητα. Η έρευνα και η χρήση νέων τεχνικών, οργανικών και φωνητικών, στα έργα της έχει επηρεαστεί από την μουσική του εικοστού αιώνα, την προφορική παράδοση, το avant rock, τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, την performance αλλά και τον τρόπο που χρησιμοποιούν τα πικάπ οι πιο δημιουργικοί DJs της χορευτικής μουσικής. 

Το «Fonotopia» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό περιλαμβάνει τρεις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις της Γεωργίας Σπυροπούλου ανεξάρτητες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους με μόνο κοινό αυτό που είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του έργου της, δηλαδή το να διευρύνει διαρκώς, κάποιες φορές ακόμα και να διαρρηγνύει, τα συνθετικά/δημιουργικά και εκφραστικά όρια της. Περισσότερα για αυτά επιφυλάσσομαι να πω στα τέλη Ιανουαρίου σε δύο διαδοχικές μεταδόσεις της  εκπομπής μου «Κριτικός Λόγος» στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ στις οποίες θα παρουσιάσω αναλυτικά και κριτικά το «Fonotopia».

 


Καταρχήν θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο τίτλος «Fonotopia» είναι ελαφρά παραπλανητικός καθώς ένα από τα τρία έργα όχι μόνο δεν βασίζεται στη φωνή αλλά δεν την περιλαμβάνει καν. Τι σε έκανε λοιπόν να τον επιλέξεις;

 

Ελπίζω ότι ο τίτλος «Fonotópia» που επινόησα δεν είναι παραπλανητικός αλλά αντίθετα λειτουργεί με τρόπο ώστε να μπορούν οι ακροατές/ιες να δημιουργήσουν τους δικούς τους συνειρμούς. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ και την συγκεκριμένη γραφή, με λατινικά και τονισμό όπως στην αγγλική λέξη utopia. Επίσης η λέξη «φωνή» είναι πλούσια σε σημασίες και στα ελληνικά και σε άλλες γλώσσες, σημαίνει ανθρώπινη φωνή, μελωδική γραμμή στην πολυφωνική γραφή, ήχος, λόγος αλλά και γνώμη και δρόμος/κατεύθυνση. Από τα τρία έργα με ηλεκτρονικά του δίσκου τα δυο είναι φωνητικά και στο τρίτο χρησιμοποιώ τη φωνή της μουσικού σαν προέκταση της άρπας στο τελευταίο μέρος. «Fonotópia» λοιπόν σημαίνει συνάντηση και σύγκλιση φωνών, ειδών και καλλιτεχνικών πρακτικών προς ένα κοινό στόχο.

 

Υπάρχει κάτι που να συνδέει – έστω μόνο για εσένα προσωπικά – τα τρία έργα μεταξύ τους ή απλά αποφάσισες ότι είχε φτάσει η ώρα να κυκλοφορήσουν και τα έβαλες στο ίδιο CD;

 

Ήρθε απλά η στιγμή που τα έργα αυτά έπρεπε να κυκλοφορήσουν σε δίσκο και αυτό συνέπεσε με την επιθυμία των συνάδελφων μου της Eole Records. Στα τρία έργα με ηλεκτρονικά του δίσκου, για σόλο φωνή, χορωδία και άρπα, υπάρχουν πολλά κοινά  στοιχεία τα οποία και εξελίχθηκαν συνθετικά  μέσα στο χρόνο. Θα αναφέρω μόνο μερικά όπως οι φωνητικές τεχνικές, οι ηχητικές μάσκες, τα μουσικά στοιχεία της τελετουργίας και η χρήση του δημιουργικού αυτοσχεδιασμού στη σύνθεση. Στα «Βάκχες» και «Klama» δούλεψα πάνω στις τεχνικές της φωνής και τις «ηχητικές μάσκες». Οι «ηχητικές μάσκες» είναι αυτές που προσδιορίζουν την φωνητική «ταυτότητα» ενός χαρακτήρα και μεταμορφώνουν τη φωνή. Είναι οι τρόποι τραγουδιού και ομιλίας, τα τεχνολογικά εργαλεία που μεταμορφώνουν τη φωνή (ή και δημιουργούν νέο μουσικό υλικό μέσω υπολογιστή) αλλά μπορεί να είναι και υλικά αντικείμενα τα οποία  λειτουργούν σαν φωνητικά φίλτρα (π.χ. η θεατρική μάσκα, ένα μουσικό όργανο, ένα δοχείο, κ.λπ..). Ένα άλλο κοινό στοιχείο των δύο έργων είναι η μουσική της τελετουργίας  και της έκστασης. Στις «Βάκχες» είναι η μουσική από τα Αναστενάρια και στο «Klama» ο τελετουργικός θρήνος της Μάνης. Οι «Βάκχες» και το «Roll…n’Roll…n’Roll» είναι δύο απαιτητικά έργα για σολίστ στα οποία εισάγω τον αυτοσχεδιασμό, κάτι σπάνιο στη σύγχρονη μουσική για την Γαλλία. Ο αυτοσχεδιασμός είναι πολύ ανεπτυγμένος στις «Βάκχες», σε μικρότερη κλίμακα και διαφορετικά οργανωμένος στο «Roll…n’Roll…n’Roll».

 

Οι «Βάκχες» του Ευρυπίδη είναι ένα έργο που κατά κάποιο τρόπο σε «κυνηγάει», έτσι δεν είναι; Πριν από όλα θεωρείς συμπτωματικό ότι η μόνη αρχαία τραγωδία με την οποία είχε ασχοληθεί ο Ξενάκης ήταν επίσης αυτή ή μήπως πρόκειται, αν όχι για επίδραση, τουλάχιστον για «εκλεκτική συγγένεια»; Είναι η ίδια παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει πριν κάποια χρόνια στη Στέγη Ωνάση ή από τότε έχεις κάνει πολλές και σημαντικές αλλαγές;

 

Οι «Βάκχες» είναι σιγουρά ένα έργο - σταθμός στη δουλειά μου γιατί αποφάσισα να πάω όσο πιο μακριά γίνεται, να ανοίξω το έργο μου ως συνθέτρια σε πεδία «άγνωστα» και πέρα από αυτό που ονομάζουμε σύγχρονη κλασική μουσική. Στην ουσία φέρνω στη μουσική σύνθεση  τον αυτοσχεδιασμό και την σωματική κίνηση του σολίστ - performer — ένα είδος χορογραφίας άμεσα συνδεδεμένης με τη φωνή — τον οποίο διευθύνω στο στούντιο πάνω σε μια γερή βάση, κείμενο, τρόποι εκφοράς και τραγουδιού, ιδιόμορφη παρτιτούρα, σκηνοθετικές και κινησιολογίες οδηγίες και τέλος υπάρχει ένα ηλεκτρονικό μέρος στο οποίο χρησιμοποιώ, μεταξύ άλλων, σύντομα samples από την τελετή των Αναστεναριών. Ο Ξενάκης, στον οποίο είναι αφιερωμένες οι «Βάκχες», ασχολήθηκε με αρκετές τραγωδίες, νομίζω επτά συνολικά. Η αρχαία ελληνική σκέψη, η φιλοσοφία, η τραγωδία, η μυθολογία αλλά και οι επιστήμες, τα μαθηματικά, η φυσική και τη σύγχρονη σκέψη ήταν τα «εργαλεία» του, μαζί βέβαια με τον πειραματισμό και την λογική .Ο Ξενάκης καθόρισε τον ήχο της μουσικής, χρησιμοποίησε τον θόρυβο, κίνησε μάζες ήχων και οραματίστηκε την τέχνη να διαμορφώνει κοσμικά τοπία. Το ίδιο έκανε με τον ήχο και το φως, με τα τεχνολογικά μέσα που διέθετε η εποχή αλλά και με αυτά που ο ίδιος σχεδίασε. Ας έρθουμε όμως στις «Βάκχες» του δίσκου. Αν κάποιο στοιχείο είναι συγγενικό με τον Ξενάκη αυτό είναι η εναλλαγές ρεζίστρων και άρα και χρωμάτων της φωνής. Αυτό δηλαδή που συναντάμε στη μουσική και στο θέατρο της Ασίας αλλά και στους αρχαίους αοιδούς στην προφορική επική παράδοση, την ερμηνεία διαφορετικών «ρόλων» από έναν και μόνο αφηγητή -τραγουδιστή. Στις «Βάκχες» ο σολίστ ερμηνεύει τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες και ο καθένας έχει τη δική του φωνή ή φωνές, αν το προτιμάς έτσι. 

 

Γράφεις πολλά στο σημείωμα σου για τη σύνθεση και την δομή του «Klama (Lament)» αλλά όχι και για την πηγή έμπνευσης του. Ποια ήταν αυτή; 

 

Δεν θυμάμαι ποια ήταν ακριβώς το κίνητρο αλλά ήταν μια ιδέα που άρεσε στην Laurence Equilbey, την μαέστρο της χορωδίας Accentus και στον καλλιτεχνικό διευθυντή του IRCAM. Πριν το Klama είχα συνθέσει το «Psalmos 55» για εξάγωνη χορωδία το οποίο αναφέρεται στην Ιερουσαλήμ, στην καταστροφή της πόλης και μοιάζει με θρήνο του Δαυίδ αλλά και προσευχή ταυτόχρονα. Με ενδιέφεραν τα μοιρολόγια για πολλούς λόγους, έχουν μάλιστα όχι μόνο μουσικό αλλά και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Αρχικά για τη φωνητική έκφραση, τα performative στοιχεία, τη δομή της τελετής αλλά και τις ανατροπές που προκαλεί στην κοινωνική ιεραρχία και την εξουσία, για την σύγκρουση αλλά και τη συνύπαρξη με την εκκλησιά. Επίσης ζώντας στο Παρίσι είδα πόσο διαφορετικές ήταν τότε οι τελετουργίες θανάτου στη Γαλλία από αυτές της Ελλάδας και άλλων χωρών. Βρήκα πολύ λίγη βοήθεια στην Αθήνα όταν προσπάθησα να βρω επιτόπιες ηχογραφήσεις. Όταν η φίλη σκηνοθέτρια Εύη Καραμπάτσου μου έδωσε μια κασέτα ενός τελετουργικού μοιρολογιού ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Η επαναληπτική ακρόαση αυτής της κασέτας ομολογώ πως δεν ήταν μια εύκολη εμπειρία. Ωστόσο ήταν απαραίτητη η ηχητική πρόσληψη αυτού του ντοκουμέντου για να γράψω το «Klama». Με αυτήν την κασέτα δούλεψα και ζήτησα από την Κατερίνα Ξηρού, τραγουδίστρια που είχα δει να ερμηνεύει μοιρολόγια να κάνει μια φωνητική αναπαράσταση στην αίθουσα συναυλιών του IRCAM την οποία και ηχογραφήσαμε. Το «Klama» τελειώνει με τη φωνή της.

 

Θα έλεγα ότι το «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL» είναι τοι πιο ιδιαίτερο από τα τρία έργα, αρχίζοντας ήδη από τον τίτλο του. Πώς σκέφτηκες να χρησιμοποιήσεις ένα από τα πιο χαρακτηριστικά όργανα της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης τόσο κόντρα στη φύση, ακόμα και το ηχόχρωμα του; Οι αλγόριθμοι του υπολογιστή διαμορφώθηκαν μόνον από το παίξιμο της μουσικού ή και από άλλες παραμέτρους; Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης του και πώς συνδέεται με το τόσο σημαντικό θέμα στο οποίο το αφιερώνεις;

 

Η επανάληψη της λέξης roll στον τίτλο συνδέεται με τη συνεχή ροή, την κύλιση, τη ρευστότητα του χρόνου και του μουσικού υλικού αλλά και τον τρόπο που ερμηνεύεται. Από την άλλη η άρπα είναι ένα αρχαίο όργανο, «αρχαϊκό» θα έλεγα με μια έννοια, τόσο γιατί είναι πολύ παλαιό όσο και γιατί είναι λιγότερο σταθερό από άλλα όπως το πιάνο και το βιολί, επηρεάζεται πολύ ευκολά από τη θερμοκρασία και την υγρασία του περιβάλλοντος. Από την άλλη όλα τα μουσικά όργανα υπό μιαν έννοια είναι «κόντρα στη φύση». Δεν υπάρχουν στη φύση, είναι επινοήσεις και κατασκευές του ανθρώπου. Είναι στην ουσία «μηχανές», έξυπνες μηχανές, φτιαγμένες μέσα από τη μελέτη αιώνων των ιδιοτήτων του ήχου, των υλικών και του μουσικού ρεπερτορίου. Οι αλγόριθμοι που επεξεργάζονται του ήχο και δημιουργούν νέο μουσικό υλικό κατά την διάρκεια της συναυλίας αποφασίστηκαν στο στούντιο με βάση τα μουσικό υλικό και την παρτιτούρα αλλά και με τον τρόπο που ανταποκρίνεται η άρπα (και στο υλικό και στους αλγορίθμους). Όλα σχεδόν τα έργα με live ηλεκτρονικά που έχω γράψει ξεκίνησαν με μια περίοδο τεστ και πειραματισμού στο studio με βάση γραμμένα μέρη. Φτιάχνουμε τα εργαλεία που θέλω με τον βοηθό μου που είναι ειδικός τεχνολόγος του ήχου, πειραματίζομαι με άλλα καινούρια και δοκιμάζουμε τον τρόπο που ανταποκρίνεται το μουσικό όργανο. Σχεδιάζω κάποιους παραμέτρους από πριν και επίσης ο βοηθός μου κάνει πολύτιμες προτάσεις. Ανάλογα με το μουσικό αποτέλεσμα κρατώ τα ενδιαφέροντα στοιχεία για την σύνθεση και τελειοποιούμε τις παραμέτρους. Φυσικά ένα έργο δεν παίζεται ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε κάθε συναυλία, υπάρχουν μικρομετατοπίσεις θα έλεγα,  αλλάζουν, έστω και λίγο, οι εντάσεις, το χρώμα του ήχου, η διάρθρωση των φθόγγων, οι διάρκειες, ακόμα και η ταχύτητα κάποιες φορές. Αυτές οι μετατοπίσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες και έχουν φυσικά συνέπειες ως προς τον τρόπο που θα ανταποκριθεί ο αλγόριθμος. Από τα πέντε μέρη του έργου, δυο είναι συνδεδεμένα με μια εξωμουσική ιδέα,·συγκεκριμένα, ένα από αυτά συνδέεται με τον καταστροφικό τρόπο αντιμετώπισης του μεταναστευτικού σε όλη την Ευρώπη και βέβαια και την Ελλάδα. Διαπίστωσα ότι σε μια μεγαλούπολη όπως το Παρίσι κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό που γίνεται στον Νότο ή στη ζούγκλα του Calais. Κυριαρχούσε μια σιωπή παράξενη γύρω από αυτό το ζήτημα που ωστόσο αφορούσε και την Γαλλία. Αντί για σιωπή λοιπόν προτείνω μια φωνή, μια «κρυμμένη» κραυγή μέσα στον ήχο της άρπας. Δεν ξέρουμε τι είναι ακριβώς ο ήχος αυτός. Είναι glissando της άρπας; Ή είναι φωνή;

 


Και τα τρία βέβαια είναι αρκετά παλαιότερα έργα αλλά πιστεύεις ότι όλα και κυρίως το «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL» επανανοηματοδοτήθηκαν ή έστω απέκτησαν κάποια επιπλέον σημασία με την πανδημία/καραντίνα;

 

Πιστεύω πως είναι πολλά έργα, μουσικά και όχι μόνο, που  εστιάζουν στην κατάρρευση της πόλης, την επιδημία, τον εγκλεισμό. Με αυτή την έννοια ο Διόνυσος στις «Βάκχες» φέρνει μια επιδημία στην πόλη, λύτρωση και έκσταση για αυτούς που τον ανακαλύπτουν και καταστροφική για αυτούς που αρνούνται να δουν την εκδήλωση του θεού. 

 

Προτιμάς να κυκλοφορείς δισκογραφικά ζωντανές εκτελέσεις/παραστάσεις των έργων σου ή αυτό γίνεται για πρακτικούς λόγους;

 

Στον δίσκο υπάρχει μόνον ένα έργο που είναι ηχογραφημένο ζωντανά, το «Klama» που ηχογραφήθηκε από τη Γαλλική Ραδιοφωνία στο Κέντρο Πομπιντού. Τα αλλά δύο έργα ηχογραφήθηκαν ειδικά για τον δίσκο. Για το συγκεκριμένο έργο, επειδή είναι και το παλαιότερο, έπρεπε να γίνουν όλα από την αρχή, οι  πρόβες με τους τεχνικούς κ.λπ. Ήταν σχετικά δύσκολο να κινητοποιηθούν τόσοι συντελεστές, η χορωδία, η Γαλλική Ραδιοφωνία, το IRCAM, οι τεχνικοί και το κόστος παραγωγής θα έφτανε στα ύψη. Ένας δίσκος είναι το υλικό αποτύπωμα της ηχητικής καταγραφής μιας συγκεκριμένης εκτέλεσης ενός έργου. Σκοπός του είναι να διαδοθεί και να μοιραστεί στο ευρύτερο κοινό. Σήμερα η διάδοση αυτή γίνεται και με άλλο τρόπο μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες, έτσι έγινε και με αυτό το CD. Βρισκω πολύ ενδιαφέρον δε ότι το booklet με την παρουσίαση των έργων και των συντελεστών βρίσκεται επίσης στο  Διαδίκτυο και μπορεί κάνεις να το κατεβάσει ή να το διαβάσει οnline.

 

Συνδέονται καθόλου, όχι ως συνθετική προσέγγιση και δομή αλλά ως περιεχόμενο, αυτά τα τρία έργα και περισσότερο και πάλι το «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL» με το τελευταίο έργο που παρουσίασες στη Στέγη Ωνάση ή εκείνο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό;

 

Θα πω μόνο ότι τα τρία έργα μου «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL», «EROR (The Pianist)» που παρουσιάστηκε στη Στέγη Ωνάση και «Bacchae», πέρα από το ότι είναι καθαρά σολιστικά,  εμπλέκουν με διαφορετικό τρόπο τον ελεγχόμενο δημιουργικό αυτοσχεδιασμό στη σύνθεση, είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό. Επίσης η θεματική της «πόλης» βρίσκεται, άλλοτε πολύ και άλλοτε λιγότερο, στο επίκεντρο τους. Στο «EROR» η πόλη είναι η βασική θεματική, ένας πιανίστας επιστρέφει σε μιαν άδεια πόλη που οι κάτοικοι της έχουν γίνει χρωματιστές σκιές - αποτυπώματα στους τοίχους της.

 

Πώς βίωσες προσωπικά την πανδημία και την καραντίνα αλλά και σε επηρέασε καθόλου δημιουργικά και, αν ναι, σε ποιο βαθμό;

 

Δύσκολα όπως και πολλοί/ές άλλοι/ες. Αλλά αυτό αφορά περισσότερο στην διάσταση και τις επιπτώσεις της παρά στο ότι έπρεπε να μείνω σπίτι. Ως συνθέτρια είμαι συνηθισμένη στο σταμάτημα του χρόνου και στην απομόνωση στο σπίτι λόγω της φύσης της δουλείας μου. Ακυρωθήκαν συναυλίες, πρόβες, μετακινήσεις…Οι επαφές μας μέσω Internet ήταν κάτι που διευκόλυνε πολύ την κατάσταση και επαγγελματικά και ψυχολογικά. Ωστόσο η μουσική είναι συλλογική και χωρική, όπως και το θέατρο και δεν γίνεται μέσω Internet, τουλάχιστον επί του παρόντος και με την τεχνολογία που διαθέτουμε. Εκτός αν γίνονται έργα εξαρχής και ειδικά για το Internet, για το συγκεκριμένο φορμά και τρόπο μετάδοσης, με συγκεκριμένα μέσα και νέα αισθητική προσέγγιση. Ωστόσο ήταν εντυπωσιακό το πως η νεότερη γενιά χρησιμοποίησε αμέσως και με κάθε τρόπο το Internet για να υπάρξει μέσα σε αυτή την δύσκολη περίοδο. Προσωπικά ξαναδούλεψα παλαιοτέρα έργα μου και σχεδίασα καινούρια. Στην αρχή είχα ανάγκη να αφουγκραστώ αυτό που γίνεται για πρώτη φορά σε όλον τον πλανήτη σχεδόν ταυτόχρονα. Μια μεγάλη σιωπή αλλά και η ταχύτατη μετάδοση μιας επιδημίας, αποτέλεσμα μιας «φασαρίας», της υπερ-μετακινησης πάνω στον πλανήτη. Ήταν κάτι σαν το «ολικό δυστύχημα» του Paul Virilio μαζί με μια παράξενη, μεταφυσική σχεδόν αγωνία, μια τεράστια έκπληξη και μια συλλογική περισυλλογή.

 

Θεωρείς ότι μετά την πανδημία μιλάμε για έναν σχεδόν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν που υπήρχε πριν; Όπως και αν έχει οι αλλαγές που επήλθαν θα έλεγες ότι είναι και θετικές εκτός από αρνητικές; Ειδικά στον χώρο του πολιτισμού, της τέχνης και βέβαια και της μουσικής βλέπεις κάποια θετική επίδραση όλης αυτής της απομόνωσης για τόσο καιρό, έστω στη νοοτροπία μόνο των ανθρώπων του πολιτισμού, έγιναν ίσως πιο ανοιχτοί σε επιδράσεις αλλά και σε συνεργασίες;

 

Πιστεύω ότι η επιδημία άλλαξε αρκετά πράγματα, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο ωστόσο δεν νομίζω ότι πρόκειται για  έναν διαφορετικό κόσμο. Από τη μία οι μουσικοί έκαναν τα πάντα για να υπάρξουν έστω και διαδικτυακά - αυτή η αντίσταση, αυτό το «πείσμα» ενάντια στην επιβεβλημένη πραγματικότητα ήταν εντυπωσιακό και συγκινητικό. Δείχνει πως, ό,τι και αν γίνει, οι καλλιτέχνες θέλουν να είναι «εδώ», παρόντες  μαζί με όλους τους άλλους ανθρώπους και το κοινό. Από την άλλη βρίσκω ότι η ιντερνετικη εμπειρία της παράστασης - άκουσα μάλιστα και τον τεχνικό όρο «πολιτιστικό περιεχόμενο απομακρυσμένης πρόσβασης» -  απλά δεν υφίσταται ως εμπειρία. Η οθόνη δεν είναι «χώρος» μέσα στον οποίο το αυτί, το μάτι, ακόμα και το σώμα κατευθύνονται ταυτόχρονα αλλά και χωριστά σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Πέρα από αυτό πιστεύω ότι η υιοθέτηση μιας καινούργιάς συνήθειας, ιντερνετική μόνο μετάδοση χωρίς ζωντανή παράσταση, εκτός από εύκολη λύση είναι και καταστροφική, για το κοινό, τα έργα και τους καλλιτέχνες. Δηλώνει απεμπλοκή της παραγωγής από το έργο και τεράστια απόσταση μεταξύ έργου - κοινού - θεσμών. Είναι δε δραματικό το ότι ούτε οι δημιουργοί λαβαίνουν τα νόμιμα δικαιώματα τους ούτε καν μπαίνει στο τραπέζι το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτό νομίζω δείχνει κατά πόσον η τέχνη του σήμερα αποτελεί ή όχι πολιτιστική κληρονομιά για την Πολιτεία και για την χώρα. Αν ως συνέπεια της επιδημίας περιοριστούν οι εντατικές μετακινήσεις θα είναι θετικό. Οι ορχήστρες που μετακινούνται για μια μοναδική συναυλία στην άλλη άκρη του πλανήτη θεωρούνται υπερβολικά ρυπαίνουσες. Μια πιθανή λύση θα ήταν η τόνωση των τοπικών ορχηστρών οι οποίες θα παίζουν περισσότερο και ευρύτερο ρεπερτόριο οπότε και οι μουσικοί θα αμείβονται καλύτερα. Από την άλλη φαίνεται δύσκολο να περιοριστεί ο άκρατος μαζικός τουρισμός. Σήμερα όλοι μπορούν να ταξιδέψουν, ακόμα και άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα λόγω των προσφορών. Αυτού του είδους ο εκδημοκρατισμός του ταξιδιού εξαλείφει κάποιου είδους ανισότητες από την άλλη όμως υπακούει σε μια «βιομηχανία του τουρισμού» που καταστρέφει τον πλανήτη και την ιδιομορφία των τόπων. Προξενείται μια εξομοίωση στον τρόπο ζωής μέσω των προσφορών που πρέπει να στοχεύουν στην ομοιομορφία και τη μαζική κατανάλωση. Επίσης βρισκω πολύ παράξενο και επικίνδυνο την έλλειψη εμπιστοσύνης στην επιστήμη. Τα εμβόλια είναι αυτά που μας έδωσαν την ανοσία και επιτρέπουν να επιβιώσουμε ως είδος, της φυματίωσης, πολιομυελίτιδας, ηπατίτιδας, HPV, του Εμπολα και φυσικά της γρίπης.

 


Γενικότερα είσαι αισιόδοξη ή όχι για το μέλλον της ηπείρου μας, της Ευρώπης και φυσικά και του πολιτισμού της;

 

Επιθυμώ να επιβιώσει η Ευρώπη, μεγάλωσα με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και πιστεύω σε αυτή όσο και αν χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμα. Πιστεύω πως πρέπει να μετατραπεί σε πολιτική ένωση, όχι μόνον οικονομική και να περιθωριοποιηθούν νομοθετικά τα ακραία στοιχεία που προωθούν εθνικιστικές, ρατσιστικές, μισογυνικές, ομοφοβικές και ακραίες θρησκευτικές ιδέες. Σιγουρά δεν επιθυμώ μια Ευρώπη που επιστρέφει στον Μεσαίωνα. Υπάρχει αρκετή κινητικότητα στον τομέα των τεχνών και της μουσικής. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες μουσικοί έχουν πλέον τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν ευκολότερα απ’ ότι στο παρελθόν. Ωστόσο πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν καλλιτεχνικοί και εκπαιδευτικοί πόλοι στην Ελλάδα με σχέδιο σε βάθος χρόνου, για καλλιτέχνες, σπουδαστές αλλά και διδάσκοντες οι οποίοι θα προέρχονται και από το εξωτερικό. Μόνον η συνάντηση και η τριβή με το «ξένο» διαμορφώνει το μέτρο και προωθεί ουσιαστικά. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να γίνει πολύ πριν την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά ενάμιση βαθμό Κελσίου  γιατί ίσως τότε στην Ελλάδα κάνει υπερβολική ζέστη (γέλια) για επισκέψεις ή διαμονή. Πάντως πρέπει να σκεφτούμε και να αντιμετωπίσουμε το θέμα του περιβάλλοντος πολύ σοβαρά, τόσο  σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Αν καταστρέψουμε τη φύση κάποια στιγμή θα αφανιστεί και το είδος μας. Αν και  τουλάχιστον η φύση θα επιβιώσει, θα αυτορυθμιστεί, αυτό είναι σίγουρο…(γέλια)

 

Ποια είναι τα projects πάνω στα οποία εργάζεσαι αυτή τη στιγμή και θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάποιο/α από αυτά και στην Ελλάδα; 

 

Αυτή τη στιγμή εργάζομαι σε ένα έργο για ένα εξαίρετο ελληνικό μουσικό σύνολο και στη συνέχεια ένα άλλο για σόλο πιάνο που θα παρουσιαστεί στην Αθήνα τον επόμενο Σεπτέμβριο. Ακολουθεί ένα έργο για ενόργανο σύνολο και ηλεκτρονικά, ανάθεση του γαλλικού υπουργείου πολιτισμού για το Court-Circuit, ένα πολύ γνωστό παρισινό μουσικό σύνολο. Και φυσικά θα συνεχίσω με νέες multimedia παραστάσεις τις  οποίες οργανώνουμε αυτό τον καιρό…

 

Ακούραστη και πολυπράγμων η Γεωργία Σπυροπούλου δεν θα σταματήσει να ανοίγει νέους δρόμους για την ελληνική και διεθνή μουσική πρωτοπορία...ευτυχώς γιατί δεν υπάρχουν πολλοί και πολλές ανάλογοι/ες της σε αυτή την χώρα.

 



Ακούστε αποσπάσματα του «Fonotopia»

 

https://www.amazon.fr/Fonot%E1%BB%9Bpia-Georgia-Spiropoulos/dp/B09795J18L/ref=sr_1_4

 

Παλαιότερες εκτελέσεις των έργων του δίσκου και του «EROR» 

 

https://www.youtube.com/watch?v=VL6VbWmhI9g

 

https://www.youtube.com/watch?v=3soEMzbu-bU&list=RD3soEMzbu-bU&start_radio=1&rv=3soEMzbu-bU&t=274

 

https://www.youtube.com/watch?v=2T66KHznUoM

 

https://www.youtube.com/watch?v=5VZB1gu3Ws8

Saturday, November 6, 2021

«ORFEAS2021»: Η πρώτη ελληνική queer όπερα έγινε ταινία

Η όπερα «Ορφέας» του Καλούντιο Μοντεβέρντι μεταφέρεται στην εποχή μας με τον πλέον ανατρεπτικό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς/καμία, ο Ορφέας από «πατέρας» της ωδικής τέχνης όπως τον ξέραμε από τη μυθολογία μετατρέπεται στον πρώτο gayπρωθυπουργό της Ελλάδας, την θέση της Ευρυδίκης παίρνει ο μέλλων σύζυγος του Γιούρι  και ο Αδης γίνεται Μουσείο Μεταφυσικής Ιστορίας ενώ όλα αυτά εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ηθελημένα ακραίας queer αισθητικής η οποία κάποια στιγμή φτάνει στα όρια του εικαστικού ντελίριου και με το τελικό αποτέλεσμα να αφιερώνεται στον Ζακ Κωστόπουλο. Η όπερα «ORFEAS2021» ξεκίνησε ως παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ που όπως δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί εξαιτίας της πανδημίας και του λοκντάουν. Ετσι κατέληξε να γίνει η ομότιτλη ταινία, μια παραγωγή και πάλι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η οποία συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του εφετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 

 


FYTA: «Αν σταματήσουμε να ενοχλούμε θα έχουμε αποτύχει» 

Εμπνευστές και κυρίως υπεύθυνοι για το «ORFEAS2021» είναι οι ΦΥΤΑ/FYTA  ένα δίδυμο εννοιολογικής (conceptual) τέχνης  που αποτελείται από τον - διδάσκοντα κινηματογράφο, τηλεόραση, σενάριο και 3D animation στο Buckinghamsire New University της Αγγλιας -  Φιλ Ιερόπουλο και τον Φοίβο Δούσο. Ο πρώτος υπογράφει την σκηνοθεσία και το μοντάζ και ο δεύτερος, μαζί με την Αντριάνα Μίνου,, το λιμπρέτο ενώ έχουν συνθέσει από κοινού και οι τρεις τα πρωτότυπα τραγούδια. Στην μακρά συνέντευξη τους οι FYTA μιλούν με ειλικρίνεια και ξεκάθαρα για τις προθέσεις και τα κίνητρα τους σε όλη την μέχρι τώρα διαδρομή τους, τι επιδιώκουν με την δημιουργία αυτής της ταινίας και αν και κατά πόσον θεωρούν ότι το επέτυχαν. 

 


Καταρχήν, εκτός φυσικά από τις curating δραστηριότητας σας, οι FYTA είναι ένα μουσικό σχήμα, ένα multimedia project, ένα production team, όλα αυτά μαζί ή κάτι ολότελα διαφορετικό;

 

Εμείς το λέμε ντούο εννοιολογικής τέχνης το οποίο ουσιαστικά είναι κάτι που αλλάζει συνέχεια. Δηλαδή έχουμε υπάρξει μπάντα, ιδρύσαμε και μια δισκογραφική εταιρεία, κάνουμε performance, βίντεο, happenings, επιμελούμαστε εκθέσεις, events, φεστιβάλ, συνέδρια, γράφουμε ποίηση και ακαδημαϊκά κείμενα, κάνουμε memes, online διαδραστικά παιχνίδια, εργαστήρια, γενικά ασχολούμαστε με οτιδήποτε μας φαίνεται ενδιαφέρον. Σαν τη Χρυσηίδα Δημουλίδου κaι εμείς δηλαδή η οποία  κινείται σε  όλα τα συγγραφικά είδη!(γέλια)

 

Η ανάθεση συγκεκριμένα για την παράφραση του  «Ορφέα» έγινε από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ ή ήταν δική σας πρόταση προς αυτήν;

 

Η ιδέα ξεκίνησε το 2017, όταν είχε έρθει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ Αλέξανδρος Ευκλείδης σε ένα φεστιβάλ queer performance που κάναμε τότε, το Sound Acts και μας είχε πει πως θα ήθελε να κάνουμε ένα queer έργο στην Εναλλακτική Σκηνή. Εμείς προτείναμε τον Ορφέα και του άρεσε σαν ιδέα. Στο μεταξύ δουλέψαμε κaι άλλο ένα έργο εκεί, τις Κουήρ Αναγνώσεις της Λένας Πλάτωνος, στο οποίο παρουσιάζαμε τραγούδια της αγαπημένης Πλάτωνος σαν μικρές queer performancea. Της άρεσε το πρότζεκτ, είχε χαρεί.

 

Η επιλογή του έργου του Μοντεβέρντι έγινε για καθαρά μουσικούς λόγους ή λόγω του μύθου του Ορφέα;

 

Ως η πρώτη όπερα που έχει γραφτεί πριν να υπάρξουν οπερετικές συμβάσεις ο Ορφέας του Μοντεβέρντι είναι πολύ καλή πρώτη ύλη για ένα πολυμεσικό έργο. Όπως αναφέρει στις σημειώσεις του προγράμματος ου η συνεργάτιδά μας και λιμπρετίστα του «ORFEAS2021» Αντριάνα Μίνου o Ορφέας του Μοντεβέρντι είναι ένα κολάζ τάσεων και υφών της εποχής του και αντίστοιχα το «ORFEAS2021» είναι και αυτό ένα πολυμεσικό έργο ποικίλων υφών και αναφορών. Ομως και ο ίδιος ο μύθος μας φαίνεται ενδιαφέρων, βρήκαμε στην δομή του ίδιου του έργου έναν τρόπο να μιλήσουμε για το πένθος. H άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση και η αποδοχή της απώλειας είναι όλα στοιχεία της αφήγησης. Ο ίδιος ο Ορφέας ως μυθολογικό πρόσωπο έχει ενδιαφέρον και από μια queer σκοπιά καθώς στις μεταμορφώσεις του Οβιδίου εμφανίζεται να αλλάζει προτιμήσεις και να πηγαίνει μόνο με αγόρια μετά την επιστροφή του από τον κάτω κόσμο, μια λεπτομέρεια που σπάνια περιλαμβάνεται στην διδασκαλία του μύθου στην ελληνική παιδεία. 

 

Πριν αποφασίσετε να κάνετε την παράσταση το έργο του Μοντεβέρντι σας άρεσε; 

 

Ο συνδυασμός αυστηρότητας και συναισθήματος, μαθηματικής ακρίβειας και θρησκευτικής έκστασης του Μοντεβέρντι και του πρώιμου μπαρόκ γενικότερα σαφώς μας εμπνέει πολύ. Θεωρούμε πως μεταφράζεται ωραία και σε στοιχειωμένο synth pop των ‘80s (όπως π.χ. στη δουλειά του John Maus) και το έργο μας συνομιλεί με διάφορους τρόπους με τα ‘80s και μια αίσθηση ρετροφουτουριστικού. Οπότε η απάντηση είναι ναι, μας αρέσει πολύ το original.

 

Η πρωτότυπη μουσική του έργου συνδιαλέγεται με αυτήν του Μοντεβέρντι, λειτουργεί αντιστικτικά ή εντελώς ανεξάρτητα από αυτήν;

 

Μπορούμε να απαντήσουμε «όλα αυτά μαζί»; Όταν ακούσαμε λεπτομερώς το έργο είχαμε αποφασίσει πως κάποια σημεία θα τα αφήσουμε αυτούσια, κάποια θα τα πειράξουμε λίγο και κάποια πολύ. Δηλαδή το κομμάτι του κάτω κόσμου το θέλαμε πολύ πιο σκοτεινό και εφιαλτικό από το original,  άλλωστε αν ο Μοντεβέρντι έγραφε τον Ορφέα σήμερα ίσως και να το έκανε μια σκοτεινή electronica όπως το δικό μας. Το σίγουρο είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια δημιουργίας του έργου δουλέψαμε διατηρώντας επαφή με το πρωτότυπο, δηλαδή δεν είναι μια τόσο μεταμοντέρνα διασκευή που στο τέλος δεν μοιάζει με το αρχικό έργο. Δνε θα μας ενδιέφερε κάτι τέτοιο, αν θέλαμε να είναι κάτι τελείως διαφορετικό  θα γράφαμε κάτι δικό μας (όπως κάνουμε συνήθως).

 

Η απόφαση του να γίνει και ταινία προέκυψε εξαιτίας της ματαίωσης της παράστασης λόγω πανδημίας ή θα το κάνατε ανεξάρτητα από αυτό; Είναι απλά η κινηματογράφηση της παράστασης ή μια προέκταση/εξέλιξη της και εντέλει κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτήν;

 

Όντως ήμασταν πολύ άτυχοι με το «ORFEAS2020» που ήταν η ζωντανή εκδοχή του έργου. Η πρεμιέρα του ήταν προγραμματισμένη μιαν ημέρα μετά το πρώτο lockdown του Μαρτίου του ‘20. Ετσι το έργο ακυρώθηκε και επειδή είχαμε φτάσει μέχρι την πρεμιέρα και είχε χρησιμοποιηθεί πάνω κάτω όλο το μπάτζετ πήγαινε για το ράφι. Στην αρχή είχαμε συμφιλιωθεί με αυτό αλλά αποφασίσαμε πως ήταν κρίμα να πεταχτεί τόση δουλειά και προτείναμε να το κάνουμε ταινία, άλλωστε δεν υπήρχαν διαθέσιμες ημερομηνίες για σκηνική παρουσίαση του. Επειδή οι απλές βιντεοσκοπήσεις παραστάσεων μας φαίνονται πολύ βαρετές το μετατρέψαμε τελικά σε κάτι εντελώς καινούριο και έτσι προέκυψε η ταινία «ORFEAS2021» ως κάτι αρκετά διαφορετικό. Γυρίσαμε κάποιες σκηνές μέσα σε κτίρια της ΕΛΣ αλλά γενικά σαν παραγωγή έφυγε περισσότερο προς κάτι πιο ανεξάρτητο, με καινούριους συνεργάτες και πολλούς εξωτερικούς συντελεστές Είμαστε πολύ χαρούμενοι με την κινηματογραφική εκδοχή και πιστεύουμε πως κατέληξε κάπως μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον project από τη θεατρική βερσιόν.

 

Η επιλογή του καστ έγινε αποκλειστικά από εσάς ή σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη;

 

Η επιλογή των μονωδών έγινε από εμάς, τον Αλέξανδρο Δρόσο και τον Ιάσωνα Μαρμαρά. Οι queer performers είναι άτομα με τα οποία έχουμε δουλέψει σε διάφορα συγκείμενα. Τον Λάμπρο Τσάγκα μας τον συνέστησε ο συνεργάτης μας Mochi Γεωργίου. 

  


            

Ο ρόλος της Ελενας Ακρίτα γράφτηκε έχοντας εκείνη στο μυαλό σας ή την σκεφτήκατε στη συνέχεια; Είτε στην μία περίπτωση είτε στην άλλη, πώς και γιατί αποφασίσατε να της ζητήσετε να συμμετάσχει στην παράσταση; Και με την ευκαιρία, ο τρόπος που παρουσιάζεται η Λογική παραπέμπει κάπως στον Max Headroom ή κάνω λάθος;

 

Όταν αποφασίσαμε πως ο Ορφέας μας θα είναι πρόσωπο της πολιτικής - και όχι της μουσικής όπως στο πρωτότυπο - προέκυψε και η Λογική ως θεά που τον συμβουλεύει. Στη συνέχεια κάναμε μια λίστα ατόμων που θα θέλαμε να την παίξουν και πρώτη ήταν η Έλενα Ακρίτα οπότε όταν μας είπε πως θα το κάνει χαρήκαμε πάρα πολύ καθώς δεν εμφανίζεται καθόλου συχνά πια ως ηθοποιός. Η Έλενα γνώριζε προσωπικά τον Ζακ Κωστόπουλο και γενικά ήταν από τα βασικά δημόσια πρόσωπα που έγραψαν τόσο πολύ για τη δολοφονία στα σόσιαλ και αυτό ήταν επίσης πολύ σημαντικό για εμάς. Της στείλαμε το λιμπρέτο και της άρεσε πολύ και έκανε και κάποιες προτάσεις για τον τρόπο που εκφράζεται ο χαρακτήρας της Λογικής οπότε ναι, μπορείς να πεις και  ότι γράφτηκε για/με εκείνη συγκεκριμένα υπόψη. Οπτικά είχαμε περισσότερο στο μυαλό μας τη Laurie Anderson αλλά και ο Max Headroom είναι ωραία αναφορά, δηλαδή η εποχή και το  feeling είναι παρόμοια. 

 

Θα μπορούσε το έργο σας να ειδωθεί σε ένα πρώτο επίπεδο και ως μία εναλλακτική ερωτική ιστορία ή εξαρχής η πρόθεση σας ήταν να κάνετε μια pro queer παράσταση;

 

H αλήθεια είναι ότι στον πυρήνα της η αφήγηση μας είναι ένα πολιτικό δράμα. Όχι τόσο για να κάνουμε pro queer κήρυγμα (με την έννοια ενός απλοϊκού διπόλου όπου gay = καλό και straight = κακό) αλλά περισσότερο για να ανοίξουμε μια συζήτηση γύρω από το δίλημμα ανάμεσα στη ριζοσπαστικότητα και το ρεφορμισμό και γενικότερα έναν διάλογο γύρω από τις πολιτικές των ταυτοτήτων σήμερα. Παρόλα αυτά η ερωτική ιστορία που διαπερνά των μύθο μας επηρέασε στον τρόπο που χτίσαμε το δικό μας αφήγημα. Eνώ στην αρχή ο γάμος του Ορφέα έχει κυρίως πολιτική διάσταση καθώς το έργο προχωράει βλέπουμε και την ανθρώπινη πλευρά του και κυρίως βλέπουμε ότι η πολιτική δεν είναι στην πραγματικότητα ποτέ αυστηρά διαχωρισμένη από το συναίσθημα. 

 

Πέραν από το κυρίως ιδεολογικό περιεχόμενο του, αυτό που σας αφορά άμεσα, το έργο εμπεριέχει και σχολιασμό πάνω στην σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση της Ελλάδας και σαφή μηνύματα με βάση αυτήν. Θα θέλατε να γίνετε πιο συγκεκριμένοι ως προς το ποια είναι αυτά;

 

Γενικά προσπαθήσαμε να πούμε μια ιστορία που δεν αποτελεί απλή παράθεση γεγονότων και αναφορών σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις αλλά με έναν τρόπο αντικατοπτρίζει συνολικότερα κοινωνικά φαινόμενα και παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας. Η δολοφονία της Ζάκι είναι ένα από τα γεγονότα στο οποίο αναφερόμαστε ευθέως γιατί είναι μια υπόθεση που μας συγκλόνισε σε προσωπικό επίπεδο και θεωρούμε ότι ανέδειξε την τερατώδη ομοφοβία που ακόμη υπάρχει γύρω μας. Συζητάμε επίσης για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και γενικότερα της περίοδο «εθνικής μέθεξης» που προηγήθηκε της κρίσης γιατί θεωρούμε ότι εκεί βρίσκεται η ρίζα πολλών προβλημάτων που έγιναν εμφανή αργότερα. Τώρα που το ξανασκεφτόμαστε υπάρχουν πολλά ζητήματα που ανοίξαμε αλλά μην τα πούμε όλα, ας αφήσουμε και κάποια να τα ανακαλύψουν οι θεατές της ταινίας!

 

Ένα από αυτά τα μηνύματα, αν το αντιλήφθηκα σωστά, είναι και ότι η τόσο έντονη επίδραση της Ανατολής στην παράδοση της Ελλάδας έχει καταλήξει να είναι καθαρά αναχρονιστικό και ανασχετικό για την πρόοδο και εξέλιξη της στοιχείο και πρέπει επιτέλους η δυτική, ευρωπαϊκή παράδοση του ορθολογισμού και του Διαφωτισμού να εισέλθει πολύ περισσότερο στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μας;

 

Γενικά δεν είμαστε της άποψης ότι η Δύση είναι η πηγή όλων των καλών και για την ακρίβεια το δίπολο Ανατολή - Δύση μας φαίνεται κι αυτό προβληματικό, ειδικά στον τρόπο που εργαλειοποιείται στο αφήγημα της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Παίρνουμε δηλαδή το μάθημα των μετα-αποικιακών αναλύσεων που αναδεικνύουν την κατασκευή της «Ανατολής» ως ενός φαντασιακού τόπου όπου οι δυτικοί προβάλουν τις ρατσιστικές τους ιδεοληψίες. Πάντως για να μην είμαστε και τελείως σχετικιστές δεν θεωρούμε ότι η Ελλάδα δεν έχει κάτι να μάθει από τον τρόπο που η Ευρώπη αναγνωρίζει μειονοτικά δικαιώματα, απλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα μεγάλα σχήματα συχνά χτίζονται μέσα από αποκλεισμούς και βία αιώνων. 

 


Οντας διεθνιστής σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όχι μόνο δεν είχα πρόβλημα αλλά απόλαυσα πολλά από τα αντιεθνικιστικά «υπόγεια» στοιχεία και συμβολισμούς του έργου. Γνωρίζετε όμως καλά ότι αυτά δεν θα ενοχλήσουν μόνο τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές αλλά και ανθρώπους που δηλώνουν και είναι απλά πατριώτες, αγαπούν την Ελλάδα δηλαδή. Το ερώτημα λοιπόν είναι επιδιώκατε να τους ενοχλήσετε και αυτούς ή απλά δεν σας ενδιαφέρει αν συμβεί;

 

Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνεται η ελληνική ταυτότητα από ένα κάρο αντιφατικά στοιχεία και ότι ενώ (ή ίσως ακριβώς επειδή) η έννοια της ελληνικότητας είναι κάτι αρκετά αντιφατικό φτιάχνει συνέχεια τείχη γύρω της ώστε να θυμίζει ποιοι δεν χωράνε μέσα της. Ο πατριωτισμός διέπει όλη την ελληνική κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι η Ελλάδα έχει τόση πολλή πατριωτική αριστερά είναι παράδειγμα αυτού και κάτι όχι τόσο σύνηθες σε άλλες χώρες (συγκεκριμένα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας μόνο με της Βόρειας Κορέας φαίνεται να συνομιλεί σε αυτά τα θέματα). Και η ομοφοβία αντίστοιχα διέπει όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο την σκληροπυρηνική δεξιά (αρκεί κανείς να κοιτάξει τα αίσχη που λέγονταν από πολλές μεριές στα σόσιαλ μίντια όταν σκότωσαν τον Ζακ). Επίσης γενικώς δε μας πειράζει καθόλου το έργο να έχει στοιχεία που ενοχλούν και φέρνουν το θεατή στα όριά του. Για την ακρίβεια θεωρούμε ότι αν φτάσουμε να κάνουμε έργα που απλά να χαϊδεύουν τα αυτιά και τα μάτια του κοινού και να μην προκαλούν ενός είδους Μπρεχτική αποξένωση τότε καλύτερα να το κλείσουμε το μαγαζί. Το προηγούμενο project μας, η έκθεση «200 Χρόνια Ασφυξία», είχε άπειρους haters, έγινε πρωτοσέλιδο στις  Espresso και Στόχος και η ιστοσελίδα Εκκλησία Online μας έκανε μήνυση. Όλα αυτά μας κάνουν να πιστεύουμε ότι το έργο μας έχει νόημα. Πάντως χαιρόμαστε που απόλαυσες τα αντιεθνικιστικά στοιχεία πολλά εκ των οποίων δεn θα τα λέγαμε υπόγεια, δηλαδή στο έργο ένας perforrmerξερνάει ελληνική σημαία, πόσο πιο…υπέργειο να το κάνουμε και εμείς οι δόλιοι; (γέλια) Επίσης να προσθέσουμε ότι ένα καλλιτεχνικό έργο μπορεί να χρησιμοποιεί την πρόκληση στρατηγικά για να ανοίξει συζητήσεις, δεν σημαίνει ότι όλα όσα λένε όλοι οι χαρακτήρες είναι η μία και απόλυτη πολιτική μας θέση. Έχουμε ακούσει στο παρελθόν «καλά, τι σας φταίει ο Πλάτωνας και ο Κολοκοτρώνης και τους λοιδορείτε» αλλά στην πραγματικότητα θέλουμε να μιλήσουμε για τις αναπαραστάσεις και τον ρόλο των παραπάνω στην σύγχρονη ελληνικότητα, με τους ίδιους δεν έχουμε beef. 

 

Ως στρέιτ που είχα και έχω γκέι φίλους και επίσης έχω συνεργαστεί πολλές φορές όχι μεν με όλο το φάσμα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας αλλά με πολλούς/ές γκέι άντρες και γυναίκες αισθάνθηκα λίγο αποκομμένος, αν όχι και μια ελαφρώς εχθρική διάθεση απέναντι μου, παρακολουθώντας το έργο. Γιατί απουσιάζει εντελώς το στρέιτ στοιχείο, δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας πλην της Λογικής ίσως που να είναι στρέιτ; Το σημαντικότερο αίτημα δεν είναι η ομαλή και απολύτως ισότιμη συνύπαρξη στρέιτ και ΛΟΑΤΚΙ;

 

Στο ενενήντα πέντε τοις εκατό των έργων στην Ιστορία της τέχνης και δει της ελληνικής απουσιάζει τελείως το γκέι στοιχείο οπότε σίγουρα δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα με το να υπάρχει ένα έργο στο οποίο απουσιάζει το στρέιτ στοιχείο. Δεν θα λέγαμε πως το έργο είναι στρεϊτοφοβικό, δηλαδή δεν το γράψαμε με αυτό τον σκοπό και ούτε παρουσιάζει μια ενωμένη ΛΟΑΤΚΙ ουτοπία, τουναντίον μάλιστα!. Αλλα δεν έχουμε θέμα με το να νιώσει ένας στρέιτ άντρας ότι το έργο του επιτίθεται. Για την ακρίβεια αν ένιωσες και λίγο άβολα, ότι δηλαδή το έργο είναι εχθρικό απέναντί σου, αυτό είναι πολύ καλή εξέλιξη για εσένα συγκεκριμένα ως θεατή και σαν άνθρωπο γιατί σημαίνει πως είχες τη δυνατότητα να βιώσεις πώς είναι να είσαι στην άμυνα ή αποκομμένος, κάτι που οι ταυτοτικές μειονότητες βιώνουν σε  όλη τους τη ζωή. 

 

Και τέλος, σε ποια άλλα φεστιβάλ θα συμμετάσχει η ταινία μετά από αυτό της Θεσσαλονίκης και έχετε ίσως σχέδια να συνεχίσετε το concept και μόνο και όχι βέβαια το περιεχόμενο ή ακόμα και την δομή αυτού του έργου και σε μελλοντικά σας;

 

Δεν μπορούμε ακόμα να πούμε ποιος θα είναι ο επόμενος σταθμός του έργου αλλά γενικά πιστεύουμε θα κάνει αρκετά μεγάλο ταξίδι, το feedback δηλαδή που παίρνουμε από κόσμο εκτός Ελλάδας είναι πάρα πολύ θετικό. Προς το παρόν θα κάνουμε ένα διαλειμματάκι γιατί η παραγωγή αυτή ήταν κάπως τεράστια και τα έχουμε παίξει αλλά έχουμε κάποιες ιδέες για την επόμενη χρονιά, κάτι σε musical έχουμε σκεφτεί, δεν ξέρουμε αν θα ξανακάνουμε όπερα. Άλλωστε κάθε έργο που κάνουμε παίρνει τη μορφή που θεωρούμε ότι του είναι χρήσιμη. Πάντως το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσουμε να ενοχλούμε την ελληνική κοινωνία!


Αλέξανδρος Δρόσος: «Η φύση της ίδιας της γραφής του Μοντεβέρντι μας καθοδήγησε»

Ο Αλέξανδρος Δρόσος είναι πιανίστας και συνθέτης με έδρα το Βερολίνο ο οποίος – σε συνεργασία με τον Ιάσονα Μαρμαρά – έκανε την μεταγραφή της μουσικής του Μοντεβέρντι και επιμελήθηκε την μπαρόκ ενορχήστρωση. Μιλάει λεπτομερώς για την πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του στην μεταγραφή η οποία οδήγησε σε μια επαν-αξιοποίηση του πρωτότυπου μουσικού κειμένου με έναν πολύ διαφορετικό και απόλυτα ενταγμένο στις συνολικές προθέσεις της ταινίας τρόπο. 

 


Ποια ήταν η συμβολή του Ιάσονα Μαρμαρά στην μετεγγραφή του έργου και γιατί δεν την έκανες μόνος σου;

 

Για ένα μεγάλο μέρος του έργου επιλέξαμε να κρατήσουμε ένα αυστηρά μπαρόκ ηχόχρωμα, υιοθετώντας μάλιστα και όργανα της εποχής (μπαρόκ βιολί, βιόλα ντα γκάμπα, τσέμπαλο). Ο δικός μου ρόλος στη μεταγραφή αφορούσε μια γενικότερη επίβλεψη σε σχέση με τη δραματουργία του έργου, τόσο ενορχηστρωτικά όσο και εκτελεστικά. Υπήρχαν σημεία όμως που η εξειδίκευση του Ιάσονα στη μπαρόκ μουσική ήταν απαραίτητη για την ακριβή απόδοση του κατάλληλου ηχοχρώματος, για παράδειγμα ο χειρισμός της ορχήστρας σε σχέση με το μπάσο κοντίνουο προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία του Ιάσονα ως μαέστρου μπαρόκ συνόλων. Επιπλέον υπήρξαν σημεία στις μελωδικές γραμμές, όπου χρειάστηκε να γίνουν από μικρές ως μεγαλύτερες αλλαγές για να ταιριάξουν στο λιμπρέτο και τη δραματουργία. Αυτές ήταν από απλές αλλαγές νοτών ως ολόκληροι στίχοι. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι στο τέλος της τρίτης  πράξης, όταν ο Ορφέας διαπιστώνει ότι ο Ποιητής αποκοιμήθηκε («Κοιμάται! Ο θρήνος του έφερε μόνο ανία μες στη σκληρή καρδιά του. Τα δάκρυά μου καθόλου δεν το νοιάζουν και κοιμάται») όπου ο Ιάσονας έγραψε μια καινούρια μελωδία στα πλαίσια πάντα του μπαρόκ ύφους.

 

Θα έλεγες ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι μετεγγραφή ή παράφραση του μουσικού κειμένου του Μοντεβέρντι; 

 

Νομίζω ότι  το κομμάτι της μεταγραφής είναι συντριπτικά μεγαλύτερο από αυτό της παράφρασης. Η Αντριάνα Μίνου η οποία μαζί με τον Φοίβο Δούσο έγραψε το λιμπρέτο φρόντισε οι στίχοι να ντύνουν με μεγάλη ακρίβεια τις μελωδικές γραμμές του Μοντεβέρντι δημιουργώντας έτσι ένα πλαίσιο που, σε συνάρτηση με τη μπαρόκ ενορχήστρωση, αποτελεί αρκετά πιστό «αντίγραφο» του αρχικού έργου, όπως τις πρώτες δυο πράξεις και στο μεγαλύτερο μέρος της τρίτης Υπάρχουν βέβαια και σημεία όπου, στο πλαίσιο της μεταγραφής, η ενορχήστρωση αλλάζει σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου. Έχουμε synthesized ήχους στην εμφάνιση του Ποιητή και στο μονόλογο του Ορφέα στην πέμπτη πράξη αλλά και μια ξεκούρδιστη συνοδεία μαζί με απειλητικά tremoli στα έγχορδα όταν στην τέταρτη πράξη ο Ορφέας θεωρεί ότι βγήκε νικητής από το Μουσείο Μεταφυσικής Ιστορίας. Αντίθετα ένα παράδειγμα παράφρασης της μουσικής του Μοντεβέρντι είναι τα τραγούδια του Χορού των Φαντασμάτων της Ιστορίας όπου, αν και τραγουδούν μελωδίες από το πρωτότυπο έργο, έχουν υποστεί επεξεργασία,τόσο στην ποιότητα της χροιάς όσο και τονικά,  που λειτουργούν οριακά σαν νέες συνθέσεις. 

 


Ποιες προκλήσεις και ποιες δυσκολίες παρουσιάζει το εγχείρημα της μετεγγραφής ενός έργου εκείνης της περιόδου στο παρόν και ποια προσέγγιση ακολούθησες; Εθεσες από την αρχή κάποιου είδους μέθοδο ή ακολούθησες περισσότερο το ένστικτο σου; 

 

Το πρωτότυπο έργο του Μοντεβέρντι υπήρξε τόσο μουσικός όσο και δραματουργικός οδηγός για την όπερά μας. Το ενδιαφέρον με ένα τόσο πρώιμο για τα οπερετικά δεδομένα έργο είναι ότι δεν υπήρχε ακόμα η αρμονική σημειολογία όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τους δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα. Έχοντας λοιπόν περάσει ως ακροατές από το πρίσμα της κλασικής και της ρομαντικής περιόδου η χρήση της αρμονίας από τον Μοντεβέρντι αφήνει κάποιες υφολογικά «γκρίζες ζώνες» που μου έδωσαν τον χώρο να εμπιστευτώ την συνθετική πορεία του πρωτότυπου. Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ το έργο μας να χτίζεται γύρω από μια όπερα του Μότσαρτ ή του Ροσίνι όπου οι εναλλαγές διαθέσεων γίνονται με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια και άρα το περιθώριο ευελιξίας στη μεταγραφή είναι πολύ πιο περιορισμένο. Επιπλέον το ίδιο το έργο του Μοντεβέρντι αποτελεί ένα patchwork από διαφορετικά είδη τραγουδιού (ρετσιτατίβι, στροφικά τραγούδια, χορικά κ.α.) αρκετά πειραματικό για την εποχή του, δίνοντάς μας έτσι ένα ιστορικά ενημερωμένο πλαίσιο για να πούμε την ιστορία μας. Συνεπώς θα έλεγα ότι, λόγω της καθοδήγησης από το ίδιο το πρωτότυπο, εμπιστεύτηκα το ένστικτό μου. 

 

Ποιος προετοίμασε φωνητικά τους ερμηνευτές και ποιες δυσκολίες είχε αυτό; 

 

Ο Ιάσονας Μαρμαράς μαζί με τον Πάνο Ηλιόπουλο προετοίμασαν σε τεχνικό και υφολογικό επίπεδο τους/τις ερμηνευτές/ιες υπό την επίβλεψη μου. Βασικό ζητούμενο στο έργο μας ήταν να αποφύγουμε τις υπερβολές και τις φιοριτούρες της οπερετικής συνθήκης, ειδικά όταν το έργο μεταφέρθηκε από τη σκηνή στην οθόνη, κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρόλος του Σίλβιο στη δεύτερη  πράξη που ο στόχος ήταν ένας «ίσιος» τρόπος τραγουδιού με απουσία κάθε vibrato. Καθώς κάτι τέτοιο είναι από εξουθενωτικό ως αδύνατο για έναν λυρικό τραγουδιστή δουλέψαμε με τη μεσόφωνο Διαμάντη Κριτσωτάκη ώστε να βρούμε μια ισορροπία μεταξύ των δυο καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα που η σποραδική χρήση του vibrato το κάνει, κατά τη γνώμη μου, αρκετά συγκινητικό και τραγικό.

 

Και τέλος, η πρωτότυπη μουσική του έργου συνδιαλέγεται με αυτήν του Μοντεβέρντι, λειτουργεί αντιστικτικά ή εντελώς ανεξάρτητα από αυτήν;

 

Καθώς το έργο μας περιέχει αρκετά ετερογενή μουσικά στοιχεία θα έλεγα πως η απάντηση εξαρτάται από το εκάστοτε σημείο. Στην περίπτωση της Λογικής, της θεότητας που ο Ορφέας συμβουλεύεται για να τον καθοδηγεί, η μουσική της λειτουργεί αντιστικτικά και ενίοτε συμπληρωματικά με το μπαρόκ πλαίσιο που τον ακολουθεί. Με αναφορές στα τραγούδια της Laurie Anderson και της Λένας Πλάτωνος η Λογική εμφανίζεται τρεις φορές. Η πρώτη της εμφάνιση αποτελεί επί της ουσίας μια διασκευή του προλόγου του πρωτότυπου έργου όπου η Μούσα μας εισάγει στην ιστορία που θα ακολουθήσει ενώ η δεύτερη στην τρίτη πράξη έχει ως σημείο συνθετικής εκκίνησης την αρμονική διαδοχή της Speranza. Η τελευταία της εμφάνιση δεν έχει κάποια σαφή σύνδεση με το μουσικό κείμενο του Μοντεβέρντι, ξεκινάει ωστόσο με μία sinfonia από το πρωτότυπο ενώ η περιπετειώδης αρμονία και η χρήση των εγχόρδων αναφέρονται  σε ένα διαφορετικό αλλά εδραιωμένο μπαρόκ άκουσμα, την άρια What Power Art Thou από την όπερα» «Βασιλιάς Αρθούρος» του Henry Purcell την οποία διασκεύασε ο Klaus Nomi το 1981 με τίτλο «The Cold Song». Αντίθετα, η μουσική της Ελλάδας και του Όχι κινείται εντελώς ανεξάρτητα από τη μουσική του Μοντεβέρντι. Συγκεκριμένα το Όχι, ένας frantic και γκροτέσκος χαρακτήρας που συνοδεύεται από δυνατά, μπάσα και απόκοσμα synthesizers μαζί με glissandi στα έγχορδα που θυμίζουν Πεντερέσκι, περιέχει αναφορές σε ηρωικά εμβατήρια και καμπαρέ τραγούδια, κινούμενο σε έναν ηχητικό κόσμο εμπνευσμένο από την όπερα «Tomorrow In Α Year» των The Knife (2010). Η Ελλάδα, ένας εφιαλτικός, burlesque χαρακτήρας περιέχει μια πληθώρα μουσικών αναφορών σε ελληνικά τραγούδια, από Σαββόπουλο μέχρι Θεοδωράκη και από δημοτικά μέχρι Παπαρίζου. Αμφότεροι οι χαρακτήρες έρχονται σε πλήρη ρήξη με το προϋπάρχον μουσικό υλικό. Ανάλογα και το τραγούδι της Ρεφόρμας, ένα imaginary karaoke κομμάτι βασισμένο στον εθνικό ύμνο της ΕΣΣΔ, διακόπτει τη μπαρόκ συνθήκη της πρώτης  πράξης. Όμως τόσα αυτά όσο όλα τα υπόλοιπα δένουν με το εννοιολογικό πλαίσιο του έργου και αυτό ήταν το πρώτιστο μέλημα μας. 

 

https://www.youtube.com/watch?v=PQOHS5q7I_c

 


                     Η μάχη των στερεοτύπων 

Αν η ταινία δεν είχε ξεκινήσει την διαδρομή της ως έργο μουσικού θεάτρου θα άφηνα να μιλήσουν για αυτήν οι συνάδελφοι κριτικοί κινηματογράφου. Τώρα όμως θα πω καταρχήν για το μουσικό σκέλος της ότι είναι εξαιρετικό. Ο Αλέξανδρος Δρόσος  μαζί με τους συνεργάτες του έχει κάνει άριστη δουλειά στην μεταγραφή και «επαναπροσαρμογή» της μουσικής του Μοντεβέρντι στο σήμερα ενώ και τα πρωτότυπα τραγούδια διαθέτουν έμπνευση, φαντασία, νεύρο και «κίνηση». 

Στο αμιγώς κινηματογραφικό σκέλος όλες οι ερμηνείες είναι δουλεμένες και σωστές (θα ξεχώριζα την παρουσία της Ελενας Ακρίτα καθώς η ιδέα να υποδυθεί την Λογική ήταν όντως ευφυέστατη, ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο όπως ακριβώς και ο ρόλος σε εκείνη!) και η σκηνοθεσία σύγχρονη, μη στατική αλλά αντίθετα με γρήγορο αλλά όχι και αναίτια αγχώδη ρυθμό. Το ισχυρότερο όμως στοιχείο της ταινίας είναι μάλλον το οπτικό/εικαστικό, κουστούμια, σκηνικά και τεχνολογία δημιουργούν έναν in limbo ρετροφουτουριστικό χωρόχρονο, μελλοντικό αλλά ταυτόχρονα και οδυνηρά επίκαιρο και γνώριμο, όπως μας τον έμαθαν οι πρωτοπόροι του cybaerpunkρεύματος της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. 

Απομένει το ίδιο το concept, το εννοιολογικό όπως θα έλεγαν και οι FYTA και ιδεολογικό περιεχόμενο της ταινίας τους. Οι δημιουργοί της ταινίας έχουν πολύ συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές απόψεις που δεν τις κρύβουν στο ελάχιστο αλλά αντίθετα επιδιώκουν όχι απλά να προκαλέσουν αλλά να ενοχλήσουν με αυτές. Όχι μόνο τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους, το εθνικοφασιστικό ρεύμα που δείχνει να βρίσκεται και πάλι σε έξαρση στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό αλλά ακόμα και το mainstream, «ανυποψίαστο» κοινό. Και πολύ καλά κάνουν, θα πω εγώ, ένα παραπάνω μάλιστα καθώς συμβαίνει να συμφωνώ, αν όχι να ταυτίζομαι με τις περισσότερες από τις απόψεις τους. 

Υπάρχει μόνο μία ένσταση, ότι το να ενοχλήσεις, ακόμα και να σοκάρεις το mainstream κοινό είναι το πρώτο βήμα, στη συνέχεια πρέπει να έχεις και κάτι να του προτείνεις. Εκτός και αν δεν σε ενδιαφέρει αυτό το κοινό, αδιαφορείς για αυτό, κάτι που είναι ολότελα διαφορετικό από το να θέλεις να το ενοχλήσεις. 



Εν ολίγοις έχω την αίσθηση ότι, από μια στιγμή και μετά, στα εθνικιστικοφαστιστικοπατριαρχικά στερεότυπα που καθηλώνουν δεκαετίες τώρα την Ελλάδα και δεν την αφήνουν να προχωρήσει η ταινία εντέλει έρχεται να αντιπροτείνει κάποια άλλα αλλά επίσης στερεότυπα. Και το τι είναι στερεότυπα και αν μπορούν ποτέ να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο μιας κοινωνίας το είχαν εξηγήσει πολύ απλά οι Blur πολλά χρόνια πριν…

Yes, they're stereotypes

There must be more to life

Πέρα τώρα από αυτό το «ORFEAS2021» είναι μια σημερινή, σωστά και ευφυώς φτιαγμένη και πολύ καλή και πρωτοποριακή αισθητικά ταινία και δεν έχω παρά να ευχηθώ σε όλους/ες συντελεστές/ιες της καλή επιτυχία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και σε όποιες άλλες διοργανώσεις λάβει μέρος στη συνέχεια. 

 



«15»: H Puzzlemusic γιορτάζει τα δέκα πέντε χρόνια λειτουργίας της με μια συλλογή που κοιτάζει τουλάχιστον προς τα επόμενα δέκα πέντε

  H Puzzlemusik ανακοίνωσε την ίδρυση της τον Σεπτέμβριο του 2006 και κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της στις 27 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Ιδρ...