Sunday, December 12, 2021

The Lαzytrains – «The Lαzytrains» /Greek blues with guts and not with a grudge

Ομολογία πρώτη, τα μουσικά ιδιώματα που με κάνουν να βαριέμαι περισσότερο και από το να βλέπω μπογιά να στεγνώνει είναι το blues και η reggae. Τονίζω ότι αυτό δεν είναι απαξίωση τους, απόλυτο respect και στα δύο και στη σημασία τους και ειδικά στο blues που είναι ταυτόχρονα ο πατέρας και η μητέρα σχεδόν όλης (της λίγης υπόλοιπης είναι το gospel) της αφροαμερικανικής μoυσικής παράδοσης. Απλά αυτή είναι η αντίδραση μου σε εκείνα ως ακροατής κα δεν έχω κανένα λόγο να απολογηθώ για αυτό, το αναφέρω μόνο. 

Ομολογία δεύτερη, η ελληνική blues σκηνή είχε και έχει πολλούς καλούς και με το παραπάνω τεχνικά μουσικούς. Ελα όμως που εμένα η συντριπτική πλειονότητα τους μου έβγαζε πάντοτε μιαν αφόρητη μιζέρια, από το πως μιλούν, ντύνονται και φέρονται μέχρι ακόμα και το πως παίζουν. Τόσο πολύ που σε ορισμένες περιπτώσεις νομίζεις πως αν  μπορούσε να τους δει ένας αυθεντικός μαύρος bluesman της δεκαετίας του ’30 ή του ’40 που όντως είχε περάσει από σαράντα και βάλε κύματα θα τους έλεγε με χαμόγελο «cheer up sonny»! 

Από μουσικολογικής πλευράς τώρα ελάχιστα ιδιώματα έχουν μια τόσο σφιχτή, κυριολεκτικά «μπετόν αρμέ» φόρμα και δομή όσο το blues. Και επειδή είναι μια από τις περιπτώσεις που η φόρμα είναι το ιδίωμα (και το αντίστροφο βέβαια) το αρχετυπικό δωδεκάμετρο δεν «σπάει» καθόλου, μα καθόλου εύκολο. Μετρημένες στα δάκτυλα περιπτώσεις όπως η μεγαλοφυία που είχε επιλέξει να ονομάζεται Captain Beefheart το κατάφεραν αυτό. Στην πραγματικότητα ούτε εκείνος την διέρρηξε αλλά την «άνοιξε» αρμονικά προς τις τροπικές κλίμακες και τις πολύ περισσότερες δυνατότητες τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μεταχειριζόταν την ίδια περίπου εποχή την blues φόρμα κυρίως ο Ornette Coleman αλλά και οι υπόλοιποι της free jazz (άλλωστε τόσο ο Don Glen Vliet όσο και ο επίσης αείμνηστος και πολύ πιο διάσημος φίλος του Frank Zappa είχαν ασύγκριτα μεγαλύτερη σχέση με την jazz από όσο με το rock, ανεξάρτητα από τι ήθελε και θέλει να πιστεύει το «σοφό» μέσα στην άγνοια του ελληνικό «ροκ κοινό»). 

Αφορμή για όλα τα παραπάνω είναι το πρώτο ομότιτλο album των Lazytrains που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό. Οι Lazytrains είναι ένα κουαρτέτο που αποτελείται από την τραγουδίστρια Μαρία Ιωαννίδου, τον κιθαρίστα Πέτρο Κουτρουμπή, τον μπασίστα Λευτέρη Κάτσα και την ντράμερ Ελένη Φυσέκη. Το πρώτο τους πλεονέκτημα που αντιλαμβάνεσαι μόλις ακούσεις έστω ένα τραγούδι τους είναι ότι πρόκειται για τέσσερις ανθρώπους από την Αθήνα του 2021 που αγαπούν και παίζουν blues και όχι για τέσσερις ανθρώπους από την Αθήνα του 2021 οι οποίοι φαντασιώνονται ότι είναι μαύροι/ες αργάτες και εργάτριες στις βαμβακοφυτείες του αμερικανικού Νότου για να παίξουν blues, κάτι που – όσο αστείο και αν φαίνεται – χαρακτήριζε πολλούς Ελληνες blues μουσικούς, ιδιαίτερα παλαιότερων γενεών και ήταν η κυριότερη ίσως αιτία για την μιζέρια την οποία προανέφερα. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αυτονόητα ότι έχουν πολλά περισσότερα ακούσματα αλλά και πιο πολλά και πολύ διαφορετικά βέβαια βιώματα/εμπειρίες από όσα μπορούσε ποτέ να έχει ένας Αμερικανός blues μουσικός στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Αυτό περνάει – υποσυνείδητα, όπως πάντα – στο πως κάνουν και παίζουν μουσική. 

Ναι, αλλά τι μουσική παίζουν; Γιατί μπορεί οι blues κλίμακες να είναι παρούσες αλλά αυτό δεν είναι σίγουρα ούτε το urban ηλεκτρικό blues του Σικάγο και των άλλων μεγαλουπόλεων του τότε βιομηχανικού αμερικανικού Βορρά ούτε το country, κατά κύριο λόγο ακουστικό, blues του Δέλτα του Μισισιπί, οπότε τι είναι τελικά; Μαθαίνω ότι κάποιοι/ες προσπαθούν να πιαστούν από συγκυριακά γεγονότα για να τους χαρακτηρίσουν, για παράδειγμα μια κάποια ομοιότητα της χροιάς της τραγουδίστριας με αυτή της Dani Klein για να πουν ότι θυμίζουν Vaya Con Dios, κάτι που θα μπορούσε να είναι και το καλύτερο ανέκδοτο μετά το «σκίζουμε τα μνημόνια» ή το «νικήσαμε την πανδημία». Μερικές φορές όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, σχεδόν αποκαλύπτονται μόνα τους και μια αληθινή ιστορία από το παρελθόν μπορεί να το δείξει αυτό. 

Ως γνωστόν oi Dan Aykroyd και John Belushi ήταν Αμερικανοί κωμικοί που τραγουδούσαν ικανοποιητικά και έφτιαξαν το δίδυμο των Blues Brothers αρχικά για ένα σκετς στην δημοφιλέστατη τηλεοπτική εκπομπή «Saturday Night Live». Το σκετς είχε τρομερή επιτυχία και έτσι σκέφτηκαν να το συνεχίσουν σχηματίζοντας την ομώνυμη μπάντα. Παρά τον τίτλο «Briefcase Full of Blues» όμως τα μισά και παραπάνω τραγούδια (διασκευές παλαιότερων εννοείται όλα) του πρώτου live album τους που κυκλοφόρησε το ’78 δεν ήταν blues και το ίδιο ίσχυε και για το δεύτερο, το «Made In America» του ’80. 

Την ίδια χρονιά όμως προβλήθηκε και η πρώτη ταινία, τους, το «The Blues Brothers» σε σκηνοθεσία Τζον Λάντις, όπου τα πράγματα έγιναν εντελώς φανερά. Λίγο μετά την αρχή υπάρχει μία από τις πολλές κλασικές σκηνές, αυτή στο γκαράζ του ιδιοκτήτη καταστήματος μουσικών οργάνων που υποδυόταν ο μέγας Ray Charles. O Charles παίζει, δήθεν απρόθυμα στην αρχή αλλά δαιμονισμένα στη συνέχεια, την εισαγωγή του «Shake A Tail Feather» στο πιάνο για να ακολουθήσει σαν σεισμός που γίνεται ολοένα ισχυρότερος η in house μπάντα των  Muscle Shoals Studios με την κιθάρα του Steve Cropper να κόβει και το μπάσο του Donald «Duck» Dunn να ράβει και μετά οι  φωνές των Αϊκρόιντ και Μπελούσι οι οποίες ρολάρουν με υποδειγματική άνεση πάνω σε αυτόν τον σχεδόν βρυχηθμό που ετοιμάζεται να εκραγεί και όταν αυτό συμβαίνει με την καυτή λάβα των Memphis Horns να ξεχύνεται ασυγκράτητη ξέρεις ότι όλο  αυτό δεν είναι παρά Northern soul. Ο κλασικός δηλαδή ήχος της εταιρείας Stax που βρισκόταν στο Μέμφις του Τενεσί  (συμπτωματικά ή μη γενέθλιας πόλης του Elvis Presley και επίσης έδρας της εταιρείας Sun όπου έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις) και αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι, είτε έκαναν πλάκα  είτε όχι, οι λευκοί Αϊκρόιντ και Μπελούσι δίνοντας στο δίδυμο τους το όνομα Blues Brothers η πραγματικότητα της ίδιας της μουσικής που έπαιζαν το διέψευδε πανηγυρικά. 

Ο κορυφαίος bluesman και όχι τυχαία ο πιο αγαπημένος ίσως των λευκών rockers Muddy Waters είχε την διορατικότητα να γράψει ένα τραγούδι με τίτλο «The Blues Had A Baby And They Named It Rock And Roll». Με όλο το σέβας όμως είχε κάνει ένα όχι και τόσο μικρό λάθος, το blues γέννησε ένα άλλο βρέφος και όταν αυτό μεγάλωσε έγινε το rock ‘n’roll ή, πιο σωστά, το rockabilly. Αν to αρχικό rockabilly του Elvis δεν ήταν παρά «σπινταρισμένα» blues δωδεκάμετρα οτιδήποτε σημαντικό συνέβαινε με όλους τους σπουδαίους συγχρόνους του – τα licks της κιθάρας του Chuck Berry, ο τρόπος που χρησιμοποιούσε σα σφυρί το αριστερό του χέρι στο πιάνο ο Jerry Lee Lewis και βέβαια ολόκληρο το ύφος της τόσο πρόωρα χαμένης ιδιοφυίας η οποία λεγόταν Buddy Holly – είχαν να κάνουν με αυτό το «βρέφος» του οποίου  το όνομα ήταν rhythm ‘n’ blues. Η εισαγωγή δηλαδή και με τον πιο έντονο τρόπο του ρυθμικού στοιχείου στο blues, ενός ιδιώματος βασισμένου κατεξοχήν στη μελωδία, ας μη ξεχνάμε ότι οι απαρχές του ήταν με έναν ερμηνευτή να συνοδεύει τον εαυτό του, συνήθως στην κιθάρα και πολύ σπανιότερα στο μπάντζο. 

Σε αυτό το σημείο θα επανέλθουμε – αν και δεν είχαμε φύγει ούτε στιγμή – στους Lazytrains καθώς αυτό που παίζουν είναι σημερινό, έχει σημασία αυτό, rhythm ‘n’ blues. Για να γίνω ακόμα πιο συγκεκριμένος αν μπορούν να γίνουν κάποιοι παραλληλισμοί – χωρίς να το γνωρίζουν καν οι ίδιοι και αυτό είναι πάντα το πιο όμορφο, οι λεγόμενες «εκλεκτικές συγγένειες» - είναι με την σκηνή του βρετανικού rhythm ‘n’ blues των αρχών περίπου της δεκαετίας του ’70, άλλως πως pub rock  Αρκετοί από αυτούς τους μουσικούς πέρασαν λίγο αργότερα στο punk αλλά κάποιοι παρέμειναν πιστοί στο rhythm ‘n’ blues με πιο χαρακτηριστικούς μάλλον τους Dr. Feelgood. Αν ακούσεις τις διασκευές των «Riot In Cell Block Number 9» και «Hi-Heel Sneakers» και ίσως ακόμα περισσότερο τα δικά τους «Milk & Alcohol» και «Down At The Doctor’s» θα διαπιστώσεις τις όντως υπαρκτές ομοιότητες με την εξίσου λιτή προσέγγιση παρά με το στιλ των Lazytrains  με τη διαφορά βέβαια ότι τα τέμπο των Αγγλων είναι πολύ πιο γρήγορα, στα όρια του φρενιτιώδους κάποιες φορές. 

Αφού λοιπόν το λύσαμε και αυτό πάμε στο «διά ταύτα». Οι Lazytrains δεν διαρρηγνύουν την (rhythm ‘n’) blues φόρμα και δεν θέλουν να το κάνουν. Στο πλαίσιο της γράφουν καλά, αν μη τι άλλο συγκροτημένα, τραγούδια, συνυπογράφουν όλοι/ες μουσική και στίχους, κάτι σπάνιο και πάντα θετικό. Η τραγουδίστρια τους «το έχει», τόσο τεχνικά όσο και εκφραστικά και θα ήταν ακόμα καλύτερη αν κάποιες φορές δεν ηχούσε περισσότερο…ερωτευμένη με τη φωνή της από όσο πρέπει να είναι ποτέ οποιοσδήποτε/αδήποτε ερμηνευτής και ερμηνεύτρια, ακόμα και αν είναι η Ella Fitzgerald (που δεν ήταν καθόλου). Η άλλη και οι άλλοι δύο είναι επαρκείς στα όργανα τους και σαν σύνολο διαθέτουν συνοχή (κάτι που φαίνεται ακόμα περισσότερο στα δύο τελευταία από τα οκτώ τραγούδια που είναι ηχογραφημένα ζωντανά) και το παίξιμο τους είναι «μετρημένο», δίχως εντελώς περιττές επιδείξεις δεξιοτεχνίας και  καθόλου «φλύαρο» αλλά αντίθετα οικονομικό (για παράδειγμα ο κιθαρίστας δεν κάνει τρία σόλο σε ένα τραγούδι και επειδή δεν τα θεωρεί αρκετά ένα ακόμα στο φινάλε το οποίο διπλασιάζει την συνολική διάρκεια του, κάτι αρκετά συνηθισμένο σε ελληνικούς δίσκους του ιδιώματος και των συναφών του!) και όλα αυτά με ένα διακριτά σημερινό mood and sayttitude. To washboard σε ένα τραγούδι έχει προστεθεί μάλλον για λόγους «αυθεντικότητας», η τρομπέτα σε ένα άλλο περνάει σχεδόν απαρατήρητη αλλά το ηλεκτρικό πιάνο και το Hammond organ του Νικηφόρου Ιωαννίδη στο «Will You Be?» όχι μόνον αυξάνουν τον ενορχηστρωτικό πλούτο του αλλά και επιτρέπουν στη μελωδία να αναδειχθεί περισσότερο. 

Το μεγαλύτερο όμως ατού των Lazytrains είναι η ρυθμική τους αίσθηση, με μια κουβέντα όπως όλες οι καλές rhythm ‘n’ blues μπάντες groove-άρουν. Όχι με την έννοια της καταναγκαστικής, σχεδόν «εκβιαστικής» γκρούβας του stoner (άλλη περίπτωση αφόρητης βαρεμάρας για εμένα, πας μετά Kyuss προφήτης γάιδαρος, συμπεριλαμβανομένων και του ότι έκαναν τα ίδια τα μέλη τους με την εξαίρεση των Queens Of The Stone Age που όμως δεν είναι stoner και επίσης έχουν χιούμορ! Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία και κείμενο…)  αλλά μιας rhythm section που κάνει αυτό ακριβώς το οποίο πρέπει. Μπάσο και ντραμς είναι σφιχτοδεμένα, «κλειδωμένα» το ένα πάνω στο άλλο αλλά και με όσο «ελαστικό» τρόπο είναι απαραίτητο συναποτελώντας έναν ρυθμικό «παλμό» που κάποιες στιγμές μπορεί να μην κάνει καν αισθητή την παρουσία του αλλά στην πραγματικότητα είναι η ραχοκοκαλιά, αν όχι η καρδιά του ήχου τους. 

Κάτι μου λέει πως το ότι οι Lazytrains άφησαν για τελευταίο τραγούδι το μόνο που έχει την λέξη blue στον τίτλο και επίσης είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια δείχνει ότι το θεωρούν το καλύτερο τους μέχρι τώρα. Ακόμα και αν τους δυσαρεστήσω όμως δεν μπορώ να μην πω ότι το ζωντανά ηχογραφημένο «I Feel Blue» είναι το πιο αδύναμο συνθετικά στον δίσκο, δεν αξιοποιεί το ηλεκτρικό πιάνο και το Hammond αλλά και την φυσαρμόνικα μα αντίθετα πλατειάζει αδικαιολόγητα, τόσο ερμηνευτικά όσο και εκτελεστικά και, για άλλη μια φορά, είναι μόνοn ο ρυθμός που το συγκρατεί από το να διασκορπιστεί στα επιμέρους στοιχεία του, «στα εξ  ων συνετέθη» όπως λέγαμε κάποτε. Στις ημέρες μας όμως ;eνα στα οκτώ είναι πραγματικά πολύ μικρή ένσταση…

Το κύκλωμα των φίλων του blues στη χώρα μας είναι μικρό αλλά πιστό και φανατικό. Αναλογικά ούτε σε άλλες χώρες το κοινό του blues είναι μεγαλύτερο αλλά εκεί ο περισσότερος πληθυσμός κάνει και αυτό πιο πολυάριθμο. Οι Lazytrains ετοιμάζονται για την πρώτη εξόρμηση τους στο εξωτερικό στις αρχές του ’22 και θα κάνουν πολύ καλά. Τους εύχομαι όσο το επιτρέπουν τώρα οι συνθήκες και ακόμα περισσότερο όταν η πανδημία επιτέλους θα είναι πια παρελθόν να βγουν από την Ελλάδα και να παίξουν όσο μπορούν περισσότερο εκεί γιατί πραγματικά δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από ευρωπαϊκές blues/rhythm ‘n’ blues μπάντες, επίτευγμα που ούτε αυτονόητο ούτε εύκολο είναι. Well done guys and gals, περιμένουμε τώρα τη συνέχεια…



 

  

Thursday, December 2, 2021

Ilan Volkov: «Θα χρειαστούν χρόνια για να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς βιώσαμε την περίοδο της πανδημίας»


Γνώρισα τον Ilan Volkov, τον Ισραηλινό αλλά από πολύ νεαρή ηλικία διεθνώς καταξιωμένο μαέστρο και ιδρυτή και καλλιτεχνικό διευθυντή του περιοδεύοντος σε διαφορετικές χώρες και πόλεις φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής Tectonics στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις του τελευταίου στην Αθήνα. Λίγο πριν την τρίτη, σε σύμπραξη με την Στέγη Ωνάση όπως και οι προηγούμενες, μίλησα μαζί του για αυτήν αλλά και για τις αλλαγές που επέφερε στο Tectonics και συνολικά στην μουσική εμπειρία η πανδημία. Και για άλλη μια φορά δεν μπόρεσα να μην εκτιμήσω ακόμα περισσότερο έναν σπουδαίο μουσικό αλλά και άνθρωπο, σπάνια σεμνό για μαέστρο της φήμης του, χαμηλών τόνων και με πολύ υψηλό ήθος ο οποίος πάνω και πέρα από όλα λατρεύει την μουσική αλλά και τους ανθρώπους της δίχως καμία διάκριση φύλου, εθνότητας, ακόμα και του ιδιώματος στο οποίο εντάσσονται. 

Πόσο σε επηρέασε, τόσο σαν άνθρωπο όσο και ως μουσικό, η πανδημία/καραντίνα; 

Ηταν μια τόσο πολύ έντονη περίοδος για κάθε άνθρωπο. Ημουν τυχερός γιατί αναγκαστικά ταξίδευα λιγότερο και έτσι ήμουν περισσότερο με την οικογένεια μου, αυτή ήταν η μεγαλύτερη αλλαγή. Επίσης είχα χρόνο να ακούσω πάρα πολλή μουσική κάτι που με οδήγησε στο να αρχίσω μια διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή με όλη αυτή την μουσική που είχα συλλέξει. Εκανα συνολικά είκοσι πέντε μεταδόσεις που περιλάμβαναν και συνεντεύξεις με Ισραηλινούς και μη μουσικούς όπως οι George Lewis, Christian Wolff και άλλοι και έμαθα πάρα πολλά τα οποία δεν γνώριζα ως τότε. 

Η πανδημία επηρέασε καθόλου την θεώρηση αλλά και την προσέγγιση σου στο Tectonics;

Ένα από τα λίγα θετικά ήταν ότι μπόρεσα να ξανασκεφτώ πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου του Tectonics. Η αλλαγή θα επέλθει σιγά – σιγά αλλά έχω συνειδητοποιήσει περισσότερο από ποτέ πόσο σημαντική είναι η ζωντανή εμπειρία της μουσικής πράξης αλλά επίσης και της ακρόασης. Το να ακούς δίσκους ή να παρακολουθείς streams είναι μια εντελώς άλλη σφαίρα και έτσι όταν σχεδιάζω συναυλίες και φεστιβάλ τώρα επικεντρώνομαι πολύ περισσότερο σε αυτή την διαφορά. 

Πόσο διαφορετική θα είναι αυτή η βερσιόν του Tectonics σε σχέση με τις άλλες δύο που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα και κυρίως την δεύτερη;

Προστέθηκε και ένας τρίτος επιμελητής εκτός από εμένα και τον Μιχάλη Μοσχούτη, επιμελήτρια πιο σωστά, η Anne Hilde Neset που διευθύνει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Οσλο και έχει μακρά εμπειρία στην διοργάνωση φεστιβάλ, κάτι που εκτός από τις παραστάσεις περιλαμβάνει προβολές ομιλίες, συζητήσεις κ.λπ.  Ελπίζουμε να προσθέσουμε  αυτά τα στοιχεία όλο και περισσότερο στο Tectonics τα επόμενα χρόνια. Υπό μιαν έννοια το φεστιβάλ θα περιλαμβάνει μια ευρύτερη μουσική γκάμα σε σχέση με το παρελθόν όπως την folk, για παράδειγμα το Grupi Lab, μιαν αλβανική χορωδία αλλά και παλαιά μουσική και άλλα ιδιώματα. Επίσης είναι σπουδαίο ότι έχουμε για πρώτη φορά στο φεστιβάλ τα σύνολα ΤΕΤΤΤΙΞ και Ictus. Γενικότερα υπάρχουν πολλοί μουσικοί αυτή τη φορά που δεν έχω συναντήσει ούτε ακούσει ποτέ και είμαι πολύ περίεργος αλλά και ενθουσιασμένος για το ότι θα παρακολουθήσω τις εμφανίσεις τους. 

Αυτή τι φορά θα διευθύνεις ένα μικρότερο σύνολο, τους ΤΕΤΤΤΙΞ και όχι μια ορχήστρα. Γιατί έκανες αυτή την επιλογή και πόσο διαφορετικό είναι για έναν μαέστρο να διευθύνει ένα λίγο – πολύ σύνολο μουσικής δωματίου σε σχέση με μια συμφωνική ορχήστρα;

Για όλους και όλες εμάς της ομάδας του Tectonics είναι πολύ σημαντικό να υποστηρίξουμε έμπρακτα μουσικούς και σύνολα κάθε χώρας στην οποία πραγματοποιείται, αυτό είναι κομβικό στοιχείο για την μακροπρόθεσμη επιτυχία της ίδιας της ιδέας. Διευθύνω συχνά σύνολα σύγχρονης μουσικής, η τελευταία εμφάνιση μου στη Στέγη Ωνάση ήταν με τους Klangforum. Σαν μαέστρος αισθάνεσαι πολύ περισσότερο μέρος του συνόλου όταν διευθύνεις μικρότερα σχήματα. Ένα από τα έργα που επιλέξαμε είναι του Frederic Rzewski που πέθανε εφέτος και το οποίο δίνει πολύ περισσότερη ελευθερία στους/ις εκτελεστές/ιες, καθένας και καθεμία χρειάζεται να σκεφτεί σαν συνθέτης/ια. Τέτοιου είδους πράγματα μπορείς να τα κάνεις μόνο με μικρότερα σύνολα και επίσης σε αυτή την περίπτωση μπορείς να ασχοληθείς πολύ περισσότερο με μικρές αλλά καθοριστικές λεπτομέρειες. Ετσι λοιπόν πάντα θα διευθύνω μικρά σύνολα, είναι κάτι που κυριολεκτικά έχω στο DNA μου.  

Υπάρχει κάποια κεντρική ιδέα ή θέμα που διατρέχει όλη αυτή την διοργάνωση του Tectonics στην Ελλάδα;

Ισως να έχουμε κάποιες ιδέες και θέματα αλλά υπό μιαν έννοια είναι «κρυμμένα» μέσα στο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Συνήθως αποφεύγω να λέω μεγάλα αλλά και υπεραπλουστευμένα λόγια σε σχέση με την μουσική και την τέχνη. Το να προσπαθώ να κάνω πιο κατανοητά σύνθετα και εσκεμμένα ασαφή έργα δεν είναι μέρος της επιμέλειας ενός φεστιβάλ για εμένα. Ελπίζω όμως ότι το κοινό θα μπορέσει να διακρίνει τις ξεκάθαρες διασυνδέσεις των παραστάσεων και των εγκαταστάσεων, όπως για παράδειγμα η έμπνευση αλλά και η «συνομιλία» με την folk, το μπαρόκ, την παλαιά μουσική κ.λπ. Το ίσιος ισχύει και για τις πολύ προσωπικές εμφανίσεις των Judith Hamman, Cassandra Miller, Aya Metwalli, Κώστα Τζέκου και άλλων. 

 Πιστεύεις ότι η πανδημία έκανε ακόμα πια φανερή την σημασία της μουσικής ως μέσου που φέρνει σε επαφή, ακόμα και ενώνει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο παρά την διακοπή των ζωντανών εμφανίσεων που προκάλεσε; Αν ναι, πώς σκέφτεσαι να το εφαρμόσεις αυτό από εδώ και πέρα στο Tectonics αρχίζοντας από την παρούσα διοργάνωση του;

Δεν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση για αυτό ακόμα. Θα χρειαστούν χρόνια για να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς βιώσαμε την περίοδο της πανδημίας οπότε είναι πολύ νωρίς για να πούμε το πως θα ανταποκριθούν οι άνθρωποι του πολιτισμού σε αυτό. Τους τελευταίους μήνες διαπίστωσα το πόσο πολύ το κοινό θέλει να επιστρέψει στην εμπειρία της κοινής ακρόασης αλλά και συνειδητοποίησα επίσης το πόσα πολλά χάσαμε στην διάρκεια των lockdowns.  Είναι όμως ενδιαφέρον και το πόσοι άνθρωποι βρήκαν παρηγορά στην ακινησία της ζωής όλη αυτή την περίοδο. Αυτό ίσως κα να αλλάξει τις απόψεις μας για το πως θέλουμε να ζούμε αλλά και να προσλαμβάνουμε την τέχνη. 

Ένα πρώτο δείγμα του τι εννοεί ο Ilan Volkov μπορείτε να πάρετε σήμερα, αύριο και την Κυριακή, 3, 4 και 5 Δεκεμβρίου, στην Στέγη Ωνάση αλλά και στο Μικρό Χρηματιστήριο Αθηνών, το παλαιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης και το «Ρομάντσο». 

https://www.onassis.org/el/whats-on/tectonics-athens-21  

.

 

«15»: H Puzzlemusic γιορτάζει τα δέκα πέντε χρόνια λειτουργίας της με μια συλλογή που κοιτάζει τουλάχιστον προς τα επόμενα δέκα πέντε

  H Puzzlemusik ανακοίνωσε την ίδρυση της τον Σεπτέμβριο του 2006 και κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της στις 27 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Ιδρ...