Saturday, November 6, 2021

«ORFEAS2021»: Η πρώτη ελληνική queer όπερα έγινε ταινία

Η όπερα «Ορφέας» του Καλούντιο Μοντεβέρντι μεταφέρεται στην εποχή μας με τον πλέον ανατρεπτικό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς/καμία, ο Ορφέας από «πατέρας» της ωδικής τέχνης όπως τον ξέραμε από τη μυθολογία μετατρέπεται στον πρώτο gayπρωθυπουργό της Ελλάδας, την θέση της Ευρυδίκης παίρνει ο μέλλων σύζυγος του Γιούρι  και ο Αδης γίνεται Μουσείο Μεταφυσικής Ιστορίας ενώ όλα αυτά εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ηθελημένα ακραίας queer αισθητικής η οποία κάποια στιγμή φτάνει στα όρια του εικαστικού ντελίριου και με το τελικό αποτέλεσμα να αφιερώνεται στον Ζακ Κωστόπουλο. Η όπερα «ORFEAS2021» ξεκίνησε ως παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ που όπως δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί εξαιτίας της πανδημίας και του λοκντάουν. Ετσι κατέληξε να γίνει η ομότιτλη ταινία, μια παραγωγή και πάλι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η οποία συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του εφετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 

 


FYTA: «Αν σταματήσουμε να ενοχλούμε θα έχουμε αποτύχει» 

Εμπνευστές και κυρίως υπεύθυνοι για το «ORFEAS2021» είναι οι ΦΥΤΑ/FYTA  ένα δίδυμο εννοιολογικής (conceptual) τέχνης  που αποτελείται από τον - διδάσκοντα κινηματογράφο, τηλεόραση, σενάριο και 3D animation στο Buckinghamsire New University της Αγγλιας -  Φιλ Ιερόπουλο και τον Φοίβο Δούσο. Ο πρώτος υπογράφει την σκηνοθεσία και το μοντάζ και ο δεύτερος, μαζί με την Αντριάνα Μίνου,, το λιμπρέτο ενώ έχουν συνθέσει από κοινού και οι τρεις τα πρωτότυπα τραγούδια. Στην μακρά συνέντευξη τους οι FYTA μιλούν με ειλικρίνεια και ξεκάθαρα για τις προθέσεις και τα κίνητρα τους σε όλη την μέχρι τώρα διαδρομή τους, τι επιδιώκουν με την δημιουργία αυτής της ταινίας και αν και κατά πόσον θεωρούν ότι το επέτυχαν. 

 


Καταρχήν, εκτός φυσικά από τις curating δραστηριότητας σας, οι FYTA είναι ένα μουσικό σχήμα, ένα multimedia project, ένα production team, όλα αυτά μαζί ή κάτι ολότελα διαφορετικό;

 

Εμείς το λέμε ντούο εννοιολογικής τέχνης το οποίο ουσιαστικά είναι κάτι που αλλάζει συνέχεια. Δηλαδή έχουμε υπάρξει μπάντα, ιδρύσαμε και μια δισκογραφική εταιρεία, κάνουμε performance, βίντεο, happenings, επιμελούμαστε εκθέσεις, events, φεστιβάλ, συνέδρια, γράφουμε ποίηση και ακαδημαϊκά κείμενα, κάνουμε memes, online διαδραστικά παιχνίδια, εργαστήρια, γενικά ασχολούμαστε με οτιδήποτε μας φαίνεται ενδιαφέρον. Σαν τη Χρυσηίδα Δημουλίδου κaι εμείς δηλαδή η οποία  κινείται σε  όλα τα συγγραφικά είδη!(γέλια)

 

Η ανάθεση συγκεκριμένα για την παράφραση του  «Ορφέα» έγινε από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ ή ήταν δική σας πρόταση προς αυτήν;

 

Η ιδέα ξεκίνησε το 2017, όταν είχε έρθει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ Αλέξανδρος Ευκλείδης σε ένα φεστιβάλ queer performance που κάναμε τότε, το Sound Acts και μας είχε πει πως θα ήθελε να κάνουμε ένα queer έργο στην Εναλλακτική Σκηνή. Εμείς προτείναμε τον Ορφέα και του άρεσε σαν ιδέα. Στο μεταξύ δουλέψαμε κaι άλλο ένα έργο εκεί, τις Κουήρ Αναγνώσεις της Λένας Πλάτωνος, στο οποίο παρουσιάζαμε τραγούδια της αγαπημένης Πλάτωνος σαν μικρές queer performancea. Της άρεσε το πρότζεκτ, είχε χαρεί.

 

Η επιλογή του έργου του Μοντεβέρντι έγινε για καθαρά μουσικούς λόγους ή λόγω του μύθου του Ορφέα;

 

Ως η πρώτη όπερα που έχει γραφτεί πριν να υπάρξουν οπερετικές συμβάσεις ο Ορφέας του Μοντεβέρντι είναι πολύ καλή πρώτη ύλη για ένα πολυμεσικό έργο. Όπως αναφέρει στις σημειώσεις του προγράμματος ου η συνεργάτιδά μας και λιμπρετίστα του «ORFEAS2021» Αντριάνα Μίνου o Ορφέας του Μοντεβέρντι είναι ένα κολάζ τάσεων και υφών της εποχής του και αντίστοιχα το «ORFEAS2021» είναι και αυτό ένα πολυμεσικό έργο ποικίλων υφών και αναφορών. Ομως και ο ίδιος ο μύθος μας φαίνεται ενδιαφέρων, βρήκαμε στην δομή του ίδιου του έργου έναν τρόπο να μιλήσουμε για το πένθος. H άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση και η αποδοχή της απώλειας είναι όλα στοιχεία της αφήγησης. Ο ίδιος ο Ορφέας ως μυθολογικό πρόσωπο έχει ενδιαφέρον και από μια queer σκοπιά καθώς στις μεταμορφώσεις του Οβιδίου εμφανίζεται να αλλάζει προτιμήσεις και να πηγαίνει μόνο με αγόρια μετά την επιστροφή του από τον κάτω κόσμο, μια λεπτομέρεια που σπάνια περιλαμβάνεται στην διδασκαλία του μύθου στην ελληνική παιδεία. 

 

Πριν αποφασίσετε να κάνετε την παράσταση το έργο του Μοντεβέρντι σας άρεσε; 

 

Ο συνδυασμός αυστηρότητας και συναισθήματος, μαθηματικής ακρίβειας και θρησκευτικής έκστασης του Μοντεβέρντι και του πρώιμου μπαρόκ γενικότερα σαφώς μας εμπνέει πολύ. Θεωρούμε πως μεταφράζεται ωραία και σε στοιχειωμένο synth pop των ‘80s (όπως π.χ. στη δουλειά του John Maus) και το έργο μας συνομιλεί με διάφορους τρόπους με τα ‘80s και μια αίσθηση ρετροφουτουριστικού. Οπότε η απάντηση είναι ναι, μας αρέσει πολύ το original.

 

Η πρωτότυπη μουσική του έργου συνδιαλέγεται με αυτήν του Μοντεβέρντι, λειτουργεί αντιστικτικά ή εντελώς ανεξάρτητα από αυτήν;

 

Μπορούμε να απαντήσουμε «όλα αυτά μαζί»; Όταν ακούσαμε λεπτομερώς το έργο είχαμε αποφασίσει πως κάποια σημεία θα τα αφήσουμε αυτούσια, κάποια θα τα πειράξουμε λίγο και κάποια πολύ. Δηλαδή το κομμάτι του κάτω κόσμου το θέλαμε πολύ πιο σκοτεινό και εφιαλτικό από το original,  άλλωστε αν ο Μοντεβέρντι έγραφε τον Ορφέα σήμερα ίσως και να το έκανε μια σκοτεινή electronica όπως το δικό μας. Το σίγουρο είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια δημιουργίας του έργου δουλέψαμε διατηρώντας επαφή με το πρωτότυπο, δηλαδή δεν είναι μια τόσο μεταμοντέρνα διασκευή που στο τέλος δεν μοιάζει με το αρχικό έργο. Δνε θα μας ενδιέφερε κάτι τέτοιο, αν θέλαμε να είναι κάτι τελείως διαφορετικό  θα γράφαμε κάτι δικό μας (όπως κάνουμε συνήθως).

 

Η απόφαση του να γίνει και ταινία προέκυψε εξαιτίας της ματαίωσης της παράστασης λόγω πανδημίας ή θα το κάνατε ανεξάρτητα από αυτό; Είναι απλά η κινηματογράφηση της παράστασης ή μια προέκταση/εξέλιξη της και εντέλει κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτήν;

 

Όντως ήμασταν πολύ άτυχοι με το «ORFEAS2020» που ήταν η ζωντανή εκδοχή του έργου. Η πρεμιέρα του ήταν προγραμματισμένη μιαν ημέρα μετά το πρώτο lockdown του Μαρτίου του ‘20. Ετσι το έργο ακυρώθηκε και επειδή είχαμε φτάσει μέχρι την πρεμιέρα και είχε χρησιμοποιηθεί πάνω κάτω όλο το μπάτζετ πήγαινε για το ράφι. Στην αρχή είχαμε συμφιλιωθεί με αυτό αλλά αποφασίσαμε πως ήταν κρίμα να πεταχτεί τόση δουλειά και προτείναμε να το κάνουμε ταινία, άλλωστε δεν υπήρχαν διαθέσιμες ημερομηνίες για σκηνική παρουσίαση του. Επειδή οι απλές βιντεοσκοπήσεις παραστάσεων μας φαίνονται πολύ βαρετές το μετατρέψαμε τελικά σε κάτι εντελώς καινούριο και έτσι προέκυψε η ταινία «ORFEAS2021» ως κάτι αρκετά διαφορετικό. Γυρίσαμε κάποιες σκηνές μέσα σε κτίρια της ΕΛΣ αλλά γενικά σαν παραγωγή έφυγε περισσότερο προς κάτι πιο ανεξάρτητο, με καινούριους συνεργάτες και πολλούς εξωτερικούς συντελεστές Είμαστε πολύ χαρούμενοι με την κινηματογραφική εκδοχή και πιστεύουμε πως κατέληξε κάπως μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον project από τη θεατρική βερσιόν.

 

Η επιλογή του καστ έγινε αποκλειστικά από εσάς ή σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη;

 

Η επιλογή των μονωδών έγινε από εμάς, τον Αλέξανδρο Δρόσο και τον Ιάσωνα Μαρμαρά. Οι queer performers είναι άτομα με τα οποία έχουμε δουλέψει σε διάφορα συγκείμενα. Τον Λάμπρο Τσάγκα μας τον συνέστησε ο συνεργάτης μας Mochi Γεωργίου. 

  


            

Ο ρόλος της Ελενας Ακρίτα γράφτηκε έχοντας εκείνη στο μυαλό σας ή την σκεφτήκατε στη συνέχεια; Είτε στην μία περίπτωση είτε στην άλλη, πώς και γιατί αποφασίσατε να της ζητήσετε να συμμετάσχει στην παράσταση; Και με την ευκαιρία, ο τρόπος που παρουσιάζεται η Λογική παραπέμπει κάπως στον Max Headroom ή κάνω λάθος;

 

Όταν αποφασίσαμε πως ο Ορφέας μας θα είναι πρόσωπο της πολιτικής - και όχι της μουσικής όπως στο πρωτότυπο - προέκυψε και η Λογική ως θεά που τον συμβουλεύει. Στη συνέχεια κάναμε μια λίστα ατόμων που θα θέλαμε να την παίξουν και πρώτη ήταν η Έλενα Ακρίτα οπότε όταν μας είπε πως θα το κάνει χαρήκαμε πάρα πολύ καθώς δεν εμφανίζεται καθόλου συχνά πια ως ηθοποιός. Η Έλενα γνώριζε προσωπικά τον Ζακ Κωστόπουλο και γενικά ήταν από τα βασικά δημόσια πρόσωπα που έγραψαν τόσο πολύ για τη δολοφονία στα σόσιαλ και αυτό ήταν επίσης πολύ σημαντικό για εμάς. Της στείλαμε το λιμπρέτο και της άρεσε πολύ και έκανε και κάποιες προτάσεις για τον τρόπο που εκφράζεται ο χαρακτήρας της Λογικής οπότε ναι, μπορείς να πεις και  ότι γράφτηκε για/με εκείνη συγκεκριμένα υπόψη. Οπτικά είχαμε περισσότερο στο μυαλό μας τη Laurie Anderson αλλά και ο Max Headroom είναι ωραία αναφορά, δηλαδή η εποχή και το  feeling είναι παρόμοια. 

 

Θα μπορούσε το έργο σας να ειδωθεί σε ένα πρώτο επίπεδο και ως μία εναλλακτική ερωτική ιστορία ή εξαρχής η πρόθεση σας ήταν να κάνετε μια pro queer παράσταση;

 

H αλήθεια είναι ότι στον πυρήνα της η αφήγηση μας είναι ένα πολιτικό δράμα. Όχι τόσο για να κάνουμε pro queer κήρυγμα (με την έννοια ενός απλοϊκού διπόλου όπου gay = καλό και straight = κακό) αλλά περισσότερο για να ανοίξουμε μια συζήτηση γύρω από το δίλημμα ανάμεσα στη ριζοσπαστικότητα και το ρεφορμισμό και γενικότερα έναν διάλογο γύρω από τις πολιτικές των ταυτοτήτων σήμερα. Παρόλα αυτά η ερωτική ιστορία που διαπερνά των μύθο μας επηρέασε στον τρόπο που χτίσαμε το δικό μας αφήγημα. Eνώ στην αρχή ο γάμος του Ορφέα έχει κυρίως πολιτική διάσταση καθώς το έργο προχωράει βλέπουμε και την ανθρώπινη πλευρά του και κυρίως βλέπουμε ότι η πολιτική δεν είναι στην πραγματικότητα ποτέ αυστηρά διαχωρισμένη από το συναίσθημα. 

 

Πέραν από το κυρίως ιδεολογικό περιεχόμενο του, αυτό που σας αφορά άμεσα, το έργο εμπεριέχει και σχολιασμό πάνω στην σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση της Ελλάδας και σαφή μηνύματα με βάση αυτήν. Θα θέλατε να γίνετε πιο συγκεκριμένοι ως προς το ποια είναι αυτά;

 

Γενικά προσπαθήσαμε να πούμε μια ιστορία που δεν αποτελεί απλή παράθεση γεγονότων και αναφορών σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις αλλά με έναν τρόπο αντικατοπτρίζει συνολικότερα κοινωνικά φαινόμενα και παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας. Η δολοφονία της Ζάκι είναι ένα από τα γεγονότα στο οποίο αναφερόμαστε ευθέως γιατί είναι μια υπόθεση που μας συγκλόνισε σε προσωπικό επίπεδο και θεωρούμε ότι ανέδειξε την τερατώδη ομοφοβία που ακόμη υπάρχει γύρω μας. Συζητάμε επίσης για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και γενικότερα της περίοδο «εθνικής μέθεξης» που προηγήθηκε της κρίσης γιατί θεωρούμε ότι εκεί βρίσκεται η ρίζα πολλών προβλημάτων που έγιναν εμφανή αργότερα. Τώρα που το ξανασκεφτόμαστε υπάρχουν πολλά ζητήματα που ανοίξαμε αλλά μην τα πούμε όλα, ας αφήσουμε και κάποια να τα ανακαλύψουν οι θεατές της ταινίας!

 

Ένα από αυτά τα μηνύματα, αν το αντιλήφθηκα σωστά, είναι και ότι η τόσο έντονη επίδραση της Ανατολής στην παράδοση της Ελλάδας έχει καταλήξει να είναι καθαρά αναχρονιστικό και ανασχετικό για την πρόοδο και εξέλιξη της στοιχείο και πρέπει επιτέλους η δυτική, ευρωπαϊκή παράδοση του ορθολογισμού και του Διαφωτισμού να εισέλθει πολύ περισσότερο στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μας;

 

Γενικά δεν είμαστε της άποψης ότι η Δύση είναι η πηγή όλων των καλών και για την ακρίβεια το δίπολο Ανατολή - Δύση μας φαίνεται κι αυτό προβληματικό, ειδικά στον τρόπο που εργαλειοποιείται στο αφήγημα της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Παίρνουμε δηλαδή το μάθημα των μετα-αποικιακών αναλύσεων που αναδεικνύουν την κατασκευή της «Ανατολής» ως ενός φαντασιακού τόπου όπου οι δυτικοί προβάλουν τις ρατσιστικές τους ιδεοληψίες. Πάντως για να μην είμαστε και τελείως σχετικιστές δεν θεωρούμε ότι η Ελλάδα δεν έχει κάτι να μάθει από τον τρόπο που η Ευρώπη αναγνωρίζει μειονοτικά δικαιώματα, απλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα μεγάλα σχήματα συχνά χτίζονται μέσα από αποκλεισμούς και βία αιώνων. 

 


Οντας διεθνιστής σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όχι μόνο δεν είχα πρόβλημα αλλά απόλαυσα πολλά από τα αντιεθνικιστικά «υπόγεια» στοιχεία και συμβολισμούς του έργου. Γνωρίζετε όμως καλά ότι αυτά δεν θα ενοχλήσουν μόνο τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές αλλά και ανθρώπους που δηλώνουν και είναι απλά πατριώτες, αγαπούν την Ελλάδα δηλαδή. Το ερώτημα λοιπόν είναι επιδιώκατε να τους ενοχλήσετε και αυτούς ή απλά δεν σας ενδιαφέρει αν συμβεί;

 

Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνεται η ελληνική ταυτότητα από ένα κάρο αντιφατικά στοιχεία και ότι ενώ (ή ίσως ακριβώς επειδή) η έννοια της ελληνικότητας είναι κάτι αρκετά αντιφατικό φτιάχνει συνέχεια τείχη γύρω της ώστε να θυμίζει ποιοι δεν χωράνε μέσα της. Ο πατριωτισμός διέπει όλη την ελληνική κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι η Ελλάδα έχει τόση πολλή πατριωτική αριστερά είναι παράδειγμα αυτού και κάτι όχι τόσο σύνηθες σε άλλες χώρες (συγκεκριμένα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας μόνο με της Βόρειας Κορέας φαίνεται να συνομιλεί σε αυτά τα θέματα). Και η ομοφοβία αντίστοιχα διέπει όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο την σκληροπυρηνική δεξιά (αρκεί κανείς να κοιτάξει τα αίσχη που λέγονταν από πολλές μεριές στα σόσιαλ μίντια όταν σκότωσαν τον Ζακ). Επίσης γενικώς δε μας πειράζει καθόλου το έργο να έχει στοιχεία που ενοχλούν και φέρνουν το θεατή στα όριά του. Για την ακρίβεια θεωρούμε ότι αν φτάσουμε να κάνουμε έργα που απλά να χαϊδεύουν τα αυτιά και τα μάτια του κοινού και να μην προκαλούν ενός είδους Μπρεχτική αποξένωση τότε καλύτερα να το κλείσουμε το μαγαζί. Το προηγούμενο project μας, η έκθεση «200 Χρόνια Ασφυξία», είχε άπειρους haters, έγινε πρωτοσέλιδο στις  Espresso και Στόχος και η ιστοσελίδα Εκκλησία Online μας έκανε μήνυση. Όλα αυτά μας κάνουν να πιστεύουμε ότι το έργο μας έχει νόημα. Πάντως χαιρόμαστε που απόλαυσες τα αντιεθνικιστικά στοιχεία πολλά εκ των οποίων δεn θα τα λέγαμε υπόγεια, δηλαδή στο έργο ένας perforrmerξερνάει ελληνική σημαία, πόσο πιο…υπέργειο να το κάνουμε και εμείς οι δόλιοι; (γέλια) Επίσης να προσθέσουμε ότι ένα καλλιτεχνικό έργο μπορεί να χρησιμοποιεί την πρόκληση στρατηγικά για να ανοίξει συζητήσεις, δεν σημαίνει ότι όλα όσα λένε όλοι οι χαρακτήρες είναι η μία και απόλυτη πολιτική μας θέση. Έχουμε ακούσει στο παρελθόν «καλά, τι σας φταίει ο Πλάτωνας και ο Κολοκοτρώνης και τους λοιδορείτε» αλλά στην πραγματικότητα θέλουμε να μιλήσουμε για τις αναπαραστάσεις και τον ρόλο των παραπάνω στην σύγχρονη ελληνικότητα, με τους ίδιους δεν έχουμε beef. 

 

Ως στρέιτ που είχα και έχω γκέι φίλους και επίσης έχω συνεργαστεί πολλές φορές όχι μεν με όλο το φάσμα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας αλλά με πολλούς/ές γκέι άντρες και γυναίκες αισθάνθηκα λίγο αποκομμένος, αν όχι και μια ελαφρώς εχθρική διάθεση απέναντι μου, παρακολουθώντας το έργο. Γιατί απουσιάζει εντελώς το στρέιτ στοιχείο, δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας πλην της Λογικής ίσως που να είναι στρέιτ; Το σημαντικότερο αίτημα δεν είναι η ομαλή και απολύτως ισότιμη συνύπαρξη στρέιτ και ΛΟΑΤΚΙ;

 

Στο ενενήντα πέντε τοις εκατό των έργων στην Ιστορία της τέχνης και δει της ελληνικής απουσιάζει τελείως το γκέι στοιχείο οπότε σίγουρα δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα με το να υπάρχει ένα έργο στο οποίο απουσιάζει το στρέιτ στοιχείο. Δεν θα λέγαμε πως το έργο είναι στρεϊτοφοβικό, δηλαδή δεν το γράψαμε με αυτό τον σκοπό και ούτε παρουσιάζει μια ενωμένη ΛΟΑΤΚΙ ουτοπία, τουναντίον μάλιστα!. Αλλα δεν έχουμε θέμα με το να νιώσει ένας στρέιτ άντρας ότι το έργο του επιτίθεται. Για την ακρίβεια αν ένιωσες και λίγο άβολα, ότι δηλαδή το έργο είναι εχθρικό απέναντί σου, αυτό είναι πολύ καλή εξέλιξη για εσένα συγκεκριμένα ως θεατή και σαν άνθρωπο γιατί σημαίνει πως είχες τη δυνατότητα να βιώσεις πώς είναι να είσαι στην άμυνα ή αποκομμένος, κάτι που οι ταυτοτικές μειονότητες βιώνουν σε  όλη τους τη ζωή. 

 

Και τέλος, σε ποια άλλα φεστιβάλ θα συμμετάσχει η ταινία μετά από αυτό της Θεσσαλονίκης και έχετε ίσως σχέδια να συνεχίσετε το concept και μόνο και όχι βέβαια το περιεχόμενο ή ακόμα και την δομή αυτού του έργου και σε μελλοντικά σας;

 

Δεν μπορούμε ακόμα να πούμε ποιος θα είναι ο επόμενος σταθμός του έργου αλλά γενικά πιστεύουμε θα κάνει αρκετά μεγάλο ταξίδι, το feedback δηλαδή που παίρνουμε από κόσμο εκτός Ελλάδας είναι πάρα πολύ θετικό. Προς το παρόν θα κάνουμε ένα διαλειμματάκι γιατί η παραγωγή αυτή ήταν κάπως τεράστια και τα έχουμε παίξει αλλά έχουμε κάποιες ιδέες για την επόμενη χρονιά, κάτι σε musical έχουμε σκεφτεί, δεν ξέρουμε αν θα ξανακάνουμε όπερα. Άλλωστε κάθε έργο που κάνουμε παίρνει τη μορφή που θεωρούμε ότι του είναι χρήσιμη. Πάντως το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσουμε να ενοχλούμε την ελληνική κοινωνία!


Αλέξανδρος Δρόσος: «Η φύση της ίδιας της γραφής του Μοντεβέρντι μας καθοδήγησε»

Ο Αλέξανδρος Δρόσος είναι πιανίστας και συνθέτης με έδρα το Βερολίνο ο οποίος – σε συνεργασία με τον Ιάσονα Μαρμαρά – έκανε την μεταγραφή της μουσικής του Μοντεβέρντι και επιμελήθηκε την μπαρόκ ενορχήστρωση. Μιλάει λεπτομερώς για την πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του στην μεταγραφή η οποία οδήγησε σε μια επαν-αξιοποίηση του πρωτότυπου μουσικού κειμένου με έναν πολύ διαφορετικό και απόλυτα ενταγμένο στις συνολικές προθέσεις της ταινίας τρόπο. 

 


Ποια ήταν η συμβολή του Ιάσονα Μαρμαρά στην μετεγγραφή του έργου και γιατί δεν την έκανες μόνος σου;

 

Για ένα μεγάλο μέρος του έργου επιλέξαμε να κρατήσουμε ένα αυστηρά μπαρόκ ηχόχρωμα, υιοθετώντας μάλιστα και όργανα της εποχής (μπαρόκ βιολί, βιόλα ντα γκάμπα, τσέμπαλο). Ο δικός μου ρόλος στη μεταγραφή αφορούσε μια γενικότερη επίβλεψη σε σχέση με τη δραματουργία του έργου, τόσο ενορχηστρωτικά όσο και εκτελεστικά. Υπήρχαν σημεία όμως που η εξειδίκευση του Ιάσονα στη μπαρόκ μουσική ήταν απαραίτητη για την ακριβή απόδοση του κατάλληλου ηχοχρώματος, για παράδειγμα ο χειρισμός της ορχήστρας σε σχέση με το μπάσο κοντίνουο προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία του Ιάσονα ως μαέστρου μπαρόκ συνόλων. Επιπλέον υπήρξαν σημεία στις μελωδικές γραμμές, όπου χρειάστηκε να γίνουν από μικρές ως μεγαλύτερες αλλαγές για να ταιριάξουν στο λιμπρέτο και τη δραματουργία. Αυτές ήταν από απλές αλλαγές νοτών ως ολόκληροι στίχοι. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι στο τέλος της τρίτης  πράξης, όταν ο Ορφέας διαπιστώνει ότι ο Ποιητής αποκοιμήθηκε («Κοιμάται! Ο θρήνος του έφερε μόνο ανία μες στη σκληρή καρδιά του. Τα δάκρυά μου καθόλου δεν το νοιάζουν και κοιμάται») όπου ο Ιάσονας έγραψε μια καινούρια μελωδία στα πλαίσια πάντα του μπαρόκ ύφους.

 

Θα έλεγες ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι μετεγγραφή ή παράφραση του μουσικού κειμένου του Μοντεβέρντι; 

 

Νομίζω ότι  το κομμάτι της μεταγραφής είναι συντριπτικά μεγαλύτερο από αυτό της παράφρασης. Η Αντριάνα Μίνου η οποία μαζί με τον Φοίβο Δούσο έγραψε το λιμπρέτο φρόντισε οι στίχοι να ντύνουν με μεγάλη ακρίβεια τις μελωδικές γραμμές του Μοντεβέρντι δημιουργώντας έτσι ένα πλαίσιο που, σε συνάρτηση με τη μπαρόκ ενορχήστρωση, αποτελεί αρκετά πιστό «αντίγραφο» του αρχικού έργου, όπως τις πρώτες δυο πράξεις και στο μεγαλύτερο μέρος της τρίτης Υπάρχουν βέβαια και σημεία όπου, στο πλαίσιο της μεταγραφής, η ενορχήστρωση αλλάζει σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου. Έχουμε synthesized ήχους στην εμφάνιση του Ποιητή και στο μονόλογο του Ορφέα στην πέμπτη πράξη αλλά και μια ξεκούρδιστη συνοδεία μαζί με απειλητικά tremoli στα έγχορδα όταν στην τέταρτη πράξη ο Ορφέας θεωρεί ότι βγήκε νικητής από το Μουσείο Μεταφυσικής Ιστορίας. Αντίθετα ένα παράδειγμα παράφρασης της μουσικής του Μοντεβέρντι είναι τα τραγούδια του Χορού των Φαντασμάτων της Ιστορίας όπου, αν και τραγουδούν μελωδίες από το πρωτότυπο έργο, έχουν υποστεί επεξεργασία,τόσο στην ποιότητα της χροιάς όσο και τονικά,  που λειτουργούν οριακά σαν νέες συνθέσεις. 

 


Ποιες προκλήσεις και ποιες δυσκολίες παρουσιάζει το εγχείρημα της μετεγγραφής ενός έργου εκείνης της περιόδου στο παρόν και ποια προσέγγιση ακολούθησες; Εθεσες από την αρχή κάποιου είδους μέθοδο ή ακολούθησες περισσότερο το ένστικτο σου; 

 

Το πρωτότυπο έργο του Μοντεβέρντι υπήρξε τόσο μουσικός όσο και δραματουργικός οδηγός για την όπερά μας. Το ενδιαφέρον με ένα τόσο πρώιμο για τα οπερετικά δεδομένα έργο είναι ότι δεν υπήρχε ακόμα η αρμονική σημειολογία όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τους δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα. Έχοντας λοιπόν περάσει ως ακροατές από το πρίσμα της κλασικής και της ρομαντικής περιόδου η χρήση της αρμονίας από τον Μοντεβέρντι αφήνει κάποιες υφολογικά «γκρίζες ζώνες» που μου έδωσαν τον χώρο να εμπιστευτώ την συνθετική πορεία του πρωτότυπου. Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ το έργο μας να χτίζεται γύρω από μια όπερα του Μότσαρτ ή του Ροσίνι όπου οι εναλλαγές διαθέσεων γίνονται με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια και άρα το περιθώριο ευελιξίας στη μεταγραφή είναι πολύ πιο περιορισμένο. Επιπλέον το ίδιο το έργο του Μοντεβέρντι αποτελεί ένα patchwork από διαφορετικά είδη τραγουδιού (ρετσιτατίβι, στροφικά τραγούδια, χορικά κ.α.) αρκετά πειραματικό για την εποχή του, δίνοντάς μας έτσι ένα ιστορικά ενημερωμένο πλαίσιο για να πούμε την ιστορία μας. Συνεπώς θα έλεγα ότι, λόγω της καθοδήγησης από το ίδιο το πρωτότυπο, εμπιστεύτηκα το ένστικτό μου. 

 

Ποιος προετοίμασε φωνητικά τους ερμηνευτές και ποιες δυσκολίες είχε αυτό; 

 

Ο Ιάσονας Μαρμαράς μαζί με τον Πάνο Ηλιόπουλο προετοίμασαν σε τεχνικό και υφολογικό επίπεδο τους/τις ερμηνευτές/ιες υπό την επίβλεψη μου. Βασικό ζητούμενο στο έργο μας ήταν να αποφύγουμε τις υπερβολές και τις φιοριτούρες της οπερετικής συνθήκης, ειδικά όταν το έργο μεταφέρθηκε από τη σκηνή στην οθόνη, κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρόλος του Σίλβιο στη δεύτερη  πράξη που ο στόχος ήταν ένας «ίσιος» τρόπος τραγουδιού με απουσία κάθε vibrato. Καθώς κάτι τέτοιο είναι από εξουθενωτικό ως αδύνατο για έναν λυρικό τραγουδιστή δουλέψαμε με τη μεσόφωνο Διαμάντη Κριτσωτάκη ώστε να βρούμε μια ισορροπία μεταξύ των δυο καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα που η σποραδική χρήση του vibrato το κάνει, κατά τη γνώμη μου, αρκετά συγκινητικό και τραγικό.

 

Και τέλος, η πρωτότυπη μουσική του έργου συνδιαλέγεται με αυτήν του Μοντεβέρντι, λειτουργεί αντιστικτικά ή εντελώς ανεξάρτητα από αυτήν;

 

Καθώς το έργο μας περιέχει αρκετά ετερογενή μουσικά στοιχεία θα έλεγα πως η απάντηση εξαρτάται από το εκάστοτε σημείο. Στην περίπτωση της Λογικής, της θεότητας που ο Ορφέας συμβουλεύεται για να τον καθοδηγεί, η μουσική της λειτουργεί αντιστικτικά και ενίοτε συμπληρωματικά με το μπαρόκ πλαίσιο που τον ακολουθεί. Με αναφορές στα τραγούδια της Laurie Anderson και της Λένας Πλάτωνος η Λογική εμφανίζεται τρεις φορές. Η πρώτη της εμφάνιση αποτελεί επί της ουσίας μια διασκευή του προλόγου του πρωτότυπου έργου όπου η Μούσα μας εισάγει στην ιστορία που θα ακολουθήσει ενώ η δεύτερη στην τρίτη πράξη έχει ως σημείο συνθετικής εκκίνησης την αρμονική διαδοχή της Speranza. Η τελευταία της εμφάνιση δεν έχει κάποια σαφή σύνδεση με το μουσικό κείμενο του Μοντεβέρντι, ξεκινάει ωστόσο με μία sinfonia από το πρωτότυπο ενώ η περιπετειώδης αρμονία και η χρήση των εγχόρδων αναφέρονται  σε ένα διαφορετικό αλλά εδραιωμένο μπαρόκ άκουσμα, την άρια What Power Art Thou από την όπερα» «Βασιλιάς Αρθούρος» του Henry Purcell την οποία διασκεύασε ο Klaus Nomi το 1981 με τίτλο «The Cold Song». Αντίθετα, η μουσική της Ελλάδας και του Όχι κινείται εντελώς ανεξάρτητα από τη μουσική του Μοντεβέρντι. Συγκεκριμένα το Όχι, ένας frantic και γκροτέσκος χαρακτήρας που συνοδεύεται από δυνατά, μπάσα και απόκοσμα synthesizers μαζί με glissandi στα έγχορδα που θυμίζουν Πεντερέσκι, περιέχει αναφορές σε ηρωικά εμβατήρια και καμπαρέ τραγούδια, κινούμενο σε έναν ηχητικό κόσμο εμπνευσμένο από την όπερα «Tomorrow In Α Year» των The Knife (2010). Η Ελλάδα, ένας εφιαλτικός, burlesque χαρακτήρας περιέχει μια πληθώρα μουσικών αναφορών σε ελληνικά τραγούδια, από Σαββόπουλο μέχρι Θεοδωράκη και από δημοτικά μέχρι Παπαρίζου. Αμφότεροι οι χαρακτήρες έρχονται σε πλήρη ρήξη με το προϋπάρχον μουσικό υλικό. Ανάλογα και το τραγούδι της Ρεφόρμας, ένα imaginary karaoke κομμάτι βασισμένο στον εθνικό ύμνο της ΕΣΣΔ, διακόπτει τη μπαρόκ συνθήκη της πρώτης  πράξης. Όμως τόσα αυτά όσο όλα τα υπόλοιπα δένουν με το εννοιολογικό πλαίσιο του έργου και αυτό ήταν το πρώτιστο μέλημα μας. 

 

https://www.youtube.com/watch?v=PQOHS5q7I_c

 


                     Η μάχη των στερεοτύπων 

Αν η ταινία δεν είχε ξεκινήσει την διαδρομή της ως έργο μουσικού θεάτρου θα άφηνα να μιλήσουν για αυτήν οι συνάδελφοι κριτικοί κινηματογράφου. Τώρα όμως θα πω καταρχήν για το μουσικό σκέλος της ότι είναι εξαιρετικό. Ο Αλέξανδρος Δρόσος  μαζί με τους συνεργάτες του έχει κάνει άριστη δουλειά στην μεταγραφή και «επαναπροσαρμογή» της μουσικής του Μοντεβέρντι στο σήμερα ενώ και τα πρωτότυπα τραγούδια διαθέτουν έμπνευση, φαντασία, νεύρο και «κίνηση». 

Στο αμιγώς κινηματογραφικό σκέλος όλες οι ερμηνείες είναι δουλεμένες και σωστές (θα ξεχώριζα την παρουσία της Ελενας Ακρίτα καθώς η ιδέα να υποδυθεί την Λογική ήταν όντως ευφυέστατη, ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο όπως ακριβώς και ο ρόλος σε εκείνη!) και η σκηνοθεσία σύγχρονη, μη στατική αλλά αντίθετα με γρήγορο αλλά όχι και αναίτια αγχώδη ρυθμό. Το ισχυρότερο όμως στοιχείο της ταινίας είναι μάλλον το οπτικό/εικαστικό, κουστούμια, σκηνικά και τεχνολογία δημιουργούν έναν in limbo ρετροφουτουριστικό χωρόχρονο, μελλοντικό αλλά ταυτόχρονα και οδυνηρά επίκαιρο και γνώριμο, όπως μας τον έμαθαν οι πρωτοπόροι του cybaerpunkρεύματος της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. 

Απομένει το ίδιο το concept, το εννοιολογικό όπως θα έλεγαν και οι FYTA και ιδεολογικό περιεχόμενο της ταινίας τους. Οι δημιουργοί της ταινίας έχουν πολύ συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές απόψεις που δεν τις κρύβουν στο ελάχιστο αλλά αντίθετα επιδιώκουν όχι απλά να προκαλέσουν αλλά να ενοχλήσουν με αυτές. Όχι μόνο τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους, το εθνικοφασιστικό ρεύμα που δείχνει να βρίσκεται και πάλι σε έξαρση στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό αλλά ακόμα και το mainstream, «ανυποψίαστο» κοινό. Και πολύ καλά κάνουν, θα πω εγώ, ένα παραπάνω μάλιστα καθώς συμβαίνει να συμφωνώ, αν όχι να ταυτίζομαι με τις περισσότερες από τις απόψεις τους. 

Υπάρχει μόνο μία ένσταση, ότι το να ενοχλήσεις, ακόμα και να σοκάρεις το mainstream κοινό είναι το πρώτο βήμα, στη συνέχεια πρέπει να έχεις και κάτι να του προτείνεις. Εκτός και αν δεν σε ενδιαφέρει αυτό το κοινό, αδιαφορείς για αυτό, κάτι που είναι ολότελα διαφορετικό από το να θέλεις να το ενοχλήσεις. 



Εν ολίγοις έχω την αίσθηση ότι, από μια στιγμή και μετά, στα εθνικιστικοφαστιστικοπατριαρχικά στερεότυπα που καθηλώνουν δεκαετίες τώρα την Ελλάδα και δεν την αφήνουν να προχωρήσει η ταινία εντέλει έρχεται να αντιπροτείνει κάποια άλλα αλλά επίσης στερεότυπα. Και το τι είναι στερεότυπα και αν μπορούν ποτέ να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο μιας κοινωνίας το είχαν εξηγήσει πολύ απλά οι Blur πολλά χρόνια πριν…

Yes, they're stereotypes

There must be more to life

Πέρα τώρα από αυτό το «ORFEAS2021» είναι μια σημερινή, σωστά και ευφυώς φτιαγμένη και πολύ καλή και πρωτοποριακή αισθητικά ταινία και δεν έχω παρά να ευχηθώ σε όλους/ες συντελεστές/ιες της καλή επιτυχία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και σε όποιες άλλες διοργανώσεις λάβει μέρος στη συνέχεια. 

 



No comments:

Post a Comment

«15»: H Puzzlemusic γιορτάζει τα δέκα πέντε χρόνια λειτουργίας της με μια συλλογή που κοιτάζει τουλάχιστον προς τα επόμενα δέκα πέντε

  H Puzzlemusik ανακοίνωσε την ίδρυση της τον Σεπτέμβριο του 2006 και κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της στις 27 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Ιδρ...