Sunday, October 31, 2021

Μαζί με τον Νοέμβριο έρχονται και οι Madrugada

 


Μόλις άκουγες τις πρώτες νότες από το «Industrial Silence», περισσότερα από είκοσι δύο χρόνια πριν, ακόμα και αν. δεν ήξερες περί τίνος επρόκειτο καταλάβαινες ότι ερχόταν από κάπου βόρεια, πολύ βόρεια. Όταν μάθαινες ότι ήταν το ντεμπούτο album  μιας νέας νορβηγικής μπάντας πολλά πράγματα έμπαιναν στη θέση τους. Θα έμπαιναν ακόμα  περισσότερο με άλλα τέσσερα συνολικά albums ώσπου ο ξαφνικός – και σε μεγάλο βαθμό ακόμα ανεξήγητος – θάνατος του κιθαρίστα Robert Burås το 2007 έβαλε αναγκαστικά ένα τέλος. Ο τραγουδιστής και ηγετική φυσιογνωμία του γκρουπ Sivert Høyem και ο μπασίστας Frode Jacobsen ολοκλήρωσαν τον τελευταίο, ομότιτλο δίσκο που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά περισσότερο από πείσμα και σαν φόρο τιμής στη μνήμη του και μετά από μια αποχαιρετιστήρια περιοδεία διαλύθηκαν χωρίς περιττές τυμπανοκρουσίες. 

Για δέκα χρόνια ο  Sivert Høyem συνέχισε μια προσωπική διαδρομή που είχε ξεκινήσει ήδη πριν την διάλυση του συγκροτήματος η οποία γινόταν όλο και πιο λαμπρή και επιτυχημένη. Όμως τα προηγούμενα περίπου δέκα χρόνια και όσα είχαν κάνει και καταφέρει οι Madrugada δεν έλεγαν να ξεχαστούν αλλά αντίθετα αποκτούσαν όλο και περισσότερο την αίγλη του μύθου. Στις συναυλίες του Høyem πάντα του ζητούσαν να παίξει και δικά τους τραγούδια και σχεδόν ποτέ δεν το αρνήθηκε. 

Η επέτειος των είκοσι ετών από την κυκλοφορία του ιστορικού, αν όχι κλασικού πια, «Industrial Silence» το ’19 έγινε αφορμή όχι μόνο να αρχίσουν να επικοινωνούν πιο συχνά ο Sivert Høyem και ο Frode Jacobsen αλλά και να τους δημιουργηθεί η επιθυμία να ξαναπαίξουν μαζί. Προσκάλεσαν μάλιστα και τον αρχικό ντράμερ τ – είχε αποχωρήσει μετά από ένα διάστημα - Jon Lauvland Pettersen έτσι ώστε τα τρία από τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη της μπάντας να είναι και πάλι εκεί. Τον Robert Burås δεν σκέφτηκαν ούτε για μια στιγμή να τον «αντικαταστήσουν» και για αυτό στη θέση του έφεραν δύο όχι απλά εξαίρετους κιθαρίστες (και κιμπορντίστες) αλλά από τους καλύτερους Νορβηγούς μουσικούς, τους Cato “Salsa” Thomassen και Christer Knutsen, γνωστούς και με το παραπάνω στον Høyem καθώς είναι μέλη της live μπάντας του.

Ετσι, για πρώτη φορά κουιντέτο πλέον, πραγματοποίησαν την θριαμβευτική ευρωπαϊκή «Industrial Silence» περιοδεία το ’19 που στο πλαίσιο της πέρασαν και από τις πρώην εγκαταστάσεις του Τάε Κβο Ντο στο Φάληρο για μια καταπληκτική συναυλία παρά τον άχαρο και ακατάλληλο – για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον – χώρο. Λίγο πριν την έναρξη της περιοδείας μάλιστα είχαν κυκλοφορήσει και ένα όμορφο καινούριο τραγούδι, το «Half Light» από το soundtrack της ταινίας «Amudsen», που έκανε πολλούς/ές να μιλήσουν για επανένωση αλλά δεν φάνηκε να υπάρχει κάποια συνέχεια μετά το πέρας της περιοδείας. 

Δυόμιση χρόνια όμως αργότερα που στο μεγαλύτερο διάστημα τους ο πλανήτης δοκιμάζεται από μια πανδημία οι συνθήκες και τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πριν λίγους μήνες εμφανίστηκε από το πουθενά ένα νέο single των Madrugada για να το ακολουθήσει λίγο αργότερα ένα δεύτερο και πριν λίγες ημέρες ένα τρίτο. Δεν λέγεται ακόμα πολύ ανοιχτά, δεν έχει καν δημοσιοποιηθεί στο site του γκρουπ αλλά ένα νέο album, το έκτο κατά σειρά, έρχεται δέκα τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά το προηγούμενο τον Φεβρουάριο. 

Τα βίντεο αυτών των τραγουδιών, όλα τους σε σκηνοθεσία του Eivind Holmboe, είναι πολύ ιδιαίτερα και διαφορετικά από τα συνηθισμένα. Πριν από όλα τα τραγούδια δεν ακούγονται σε playback από την ηχογράφηση τους αλλά παίζονται ζωντανά και μάλιστα στο Vesterålen, μιαν από τις βορειότερες περιοχές της Νορβηγίας από την οποία κατάγονται τα μέλη των Madrugada. Το πρώτο, ένα μάλλον τυπικό ερωτικό τραγούδι του γκρουπ  με τίτλο «Nobody Loves You Like I Do», έχει ένα πολύ «κόντρα» βίντεο καθώς ουσιαστικά πρωταγωνιστής του είναι ένας ηλικιωμένος άντρας με βασανισμένο πρόσωπο, τσακισμένος από μια απώλεια - ή μήπως από μια απουσία τόσο οδυνηρή όσο και μια απώλεια;

 

https://www.youtube.com/watch?v=eZc16uncwnQ

 

Σε εκείνο του «Dreams At Midnight» όμως τα πράγματα αλλάζουν. Με ΄ένα απομονωμένο ξύλινο σπίτι να καίγεται πίσω τους χωρίς όμως να μπορεί να τους ζεστάνει καθώς παίζουν υπό κυριολεκτικά πολική θερμοκρασία και με τους πυροσβέστες να περνούν ανάμεσα τους για να σβήσουν την φωτιά δίχως όμως ούτε οι μεν ούτε οι δε να δίνουν καμία σημασία  στους άλλους ενώ ο Sivert τραγουδάει «κανείς δεν νοιάζεται για τα όνειρα που κάνεις τα μεσάνυχτα» καταλαβαίνεις ότι αυτά τα τραγούδια γεννήθηκαν μέσα στην πανδημία και αποτυπώνουν την νέα πραγματικότητα που αυτή διαμορφώνει, είναι προϊόντα της απομόνωσης κα εντέλει της αποξένωσης της καραντίνας. Το ύφος και ο ήχος simple, raw and vital, ο μόνος τρόπος πια που μπορεί και αξίζει να παίζεται αυτό το οποίο λέμε rock το 2021. 

 

https://www.youtube.com/watch?v=mQnTw8vyDAU

 

Τέλος το «The World Could Be Falling Down» είναι το πλέον «πανδημικό» τραγούδι από τα τρία και αυτό φαίνεται και με το παραπάνω στο βίντεο. Ένα spiked ενορχηστρωτικά και εκτελεστικά mid tempo κομμάτι με τον Sivert Høyem να τραγουδά «τόσα πολλά που μπορείς να κάνεις για την αγάπη» και με τους/τις κατοίκους της περιοχής, μεγαλύτερους/ες αλλά κυρίως νεότερους/ες και μικρότερους/ες, να κατευθύνονται προς την παραλία και να μένουν εκεί, στην άκρη ενός φιόρδ, ο ένας/μία δίπλα στον/στην άλλο/η,  κοιτάζοντας την θάλασσα μέσα στην παγωνιά, μια εικόνα που δεν θα μπορούσε να στέλνει περισσότερο το μήνυμα της  ανθρωπιάς, της αλληλοκατανόησης και πάνω από όλα  της αλληλεγγύης, μοναδικών μέσων για να παραμείνει η ανθρωπότητα όρθια, να ξανασταθούμε όλοι και όλες στα πόδια μας και να αντιμετωπίσουμε τον post covid κόσμο που κάποια στιγμή θα έρθει και ήδη φαίνεται πόσο διαφορετικός θα είναι από τον πριν από αυτόν. 

 

https://www.youtube.com/watch?v=fE7atpl_yCc

 

Θα ακολουθήσουν άλλα τέσσερα τραγούδια και ισάριθμα βίντεο, όλα γυρισμένα από τον Eivind Holmboe στον ίδιο τόπο και με τον ίδιο τρόπο, συνολικά δηλαδή επτά, μέχρι την κυκλοφορία του album. Στο μεταξύ όμως την Τρίτη 16 Νοεμβρίου οι Madrugada έρχονται στην Αθήνα, σε μιαν επίσκεψη – αστραπή, για μια συνέντευξη Τύπου που θα πραγματοποιηθεί σε ένα νέο χώρο, κοντά στη Βαρβάκειο αγορά, στην οποία θα προαναγγείλουν τον δίσκο. 

Εκεί, σε μια άλλου τύπου κα για διαφορετικούς  λόγους «Industrial Silence», ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ρωτήσω τον Sivert για φασίστες τοξοβόλους που «εμπνέονται» από το πνεύμα των Βίκινγκ και τους μιμούνται, όπως τον είχα ρωτήσει και για τον Μπρέιγιαβικ λίγο μετά το γεγονός. Αν το καταφέρω ξέρω ότι θα μου απαντήσει όπως και τότε, ότι ενώ αγαπάει πολύ τη χώρα του και τους ανθρώπους της υπάρχουν πάρα πολλά που δεν καταλαβαίνει ή και δεν θέλει να πιστέψει για αυτήν. Δύσκολο να αδικήσεις για αυτό τον γιο ενός  δασολόγου και μιας προοδευτικής πολιτικού ο οποίος σπούδασε Ιστορία αλλά αυτά δεν αρκούν για να κατανοήσει το παράδοξο που λέγεται Νορβηγία, αυτή η υπερβόρεια, παγωμένη ακόμα κα το καλοκαίρι, χώρα με την τριπλάσια έκταση της Ελλάδας αλλά μόλις πεντέμιση εκατομμύρια πληθυσμό, την μόνη μαζί με την Ελβετία που είναι μέλη μόνον οικονομικά και όχι πολιτικά της ΕΕ και τέλος κοιτίδα του black metal (με κάποια από τα συγκροτήματα του οποίου έχει συνεργαστεί και ο ίδιος, όχι τόσο για μουσικούς λόγους όπως μου  έχει πει αλλά για την πλάκα του να προσπαθείς να τραγουδήσεις κανονικά ενώ πίσω σου υπάρχει αυτός ο ορυμαγδός!). Αυτό πάντως θα είναι αρκετό για τώρα, τα υπόλοιπα, για το νέο album, θα τα πούμε όπως συνήθως σε μια τηλεφωνική συνέντευξη λίγο πριν την κυκλοφορία του. 

 

 

 

 

Sunday, October 24, 2021

Διεθνής τιμητική διάκριση στην Ελένη Καραϊνδρου

 Μια αληθινά σπάνια για Ελληνα/ίδα συνθέτη/ρια διάκριση απονεμήθηκε στην Ελένη Καραϊνδρου το Σάββατο 23 Οκτωβρίου. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για την ύψιστη διάκριση στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής, το Lifetime Achievement Award της World Soundtrack Academy.



Όπως δηλώνει και το όνομα της η World Soundtrack Academy είναι ένας διεθνής οργανισμός που έχει ως αντικείμενο του την κινηματογραφική μουσική. Τα βραβεία της απονέμονται επί είκοσι ένα συναπτά χρόνια και ακολουθούν την λήξη του Film Fest Ghent, του κινηματογραφικού φεστιβάλ που πραγματοποιείται κάθε Οκτώβριο στη βελγική πόλη Ghent και υπό την αιγίδα του οποίου λειτουργεί ο θεσμός της Διεθνούς Ακαδημίας Soundtrack. 

Ακριβώς επειδή η περυσινή επετειακή εικοστή απονομή των βραβείων της WSA ήταν λόγω πανδημίας αναγκαστικά μόνο streaming η εφετινή, εκτός από ζωντανή, ήταν και λαμπρότερη από κάθε προηγούμενη καθώς πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Οπερα της Ghent. Την τελετή απονομής ακολούθησε συναυλία με αποσπάσματα έργων της Ελένης Καραϊνδρου τα οποία απέδωσε η Φιλαρμονική Ορχήστρα των Βρυξελλών υπό την διεύθυνση του Ντερκ Μπροσέ και με σολίστ στο πιάνο την συνθέτρια. 

Σχεδόν αμέσως αφού επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην εθνομουσικολογία στο Παρίσι η (απόφοιτος επίσης του ιστορικού/αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ) Ελένη Καραϊνδρου ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την κινηματογραφική και την θεατρική μουσική και, λιγότερο, με αυτήν για την τηλεόραση. Το έργο της για το θέατρο είναι βέβαια πολύ μεγαλύτερο σε ποσότητα αλλά προφανώς ήταν αυτό για τον κινηματογράφο που της έφερε την διεθνή καταξίωση. Εχει συνεργαστεί με κορυφαίους/ες σκηνοθέτες/ιες όπως  οι Κρις Μάρκερ, Ζιλ Ντασέν, Μαγκαρέτε Φον Τρότα και Θόδωρος Αγγελόπουλος ενώ η επόμενη εργασία της είναι το soundtrack της νέας ταινίας του σπουδαίου Αμερικανού σκηνοθέτη Τέρενς Μάλικ η οποία επί του παρόντος έχει τον τίτλο «The Way of the Wind».

Αναμφίβολα βέβαια η συνεργασία που την καθόρισε ήταν εκείνη με τον πλέον αναγνωρισμένο και καταξιωμένο διεθνώς Ελληνα σκηνοθέτη, τον αείμνηστο Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το ίδιο όμως ισχύει και για εκείνον, η ίδια έχει παρομοιάσει την σύμπραξη τους στις οκτώ συνολικά ταινίες που έκαναν μαζί με αυτή των Φεντερίκο Φελίνι και Νίνο Ρότα καθώς, όπως και εκείνοι, αλληλοεμπνέονταν. Δεν είναι συμπτωματικό ότι στην σύντομη ομιλία της κατά την παραλαβή του βραβείου ευχαρίστησε ειδικά μόνο τον μεγάλο απόντα φίλο και συνεργάτη της και τον Manfred Eicher, ιδρυτή, διευθυντή και παραγωγό της έγκριτης γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας ECM χάρη στην οποία το έργο της έγινε γνωστό στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. 

Το εξαιρετικά προσωπικό ύφος της Ε. Καραϊνδρου δεν ισορροπεί απλά αλλά αποτελεί μια εξαιρετικά μελετημένη όσμωση της κλασικής μουσικής παράδοσης και της ελληνικής παραδοσιακής – και όχι, παράδοξα ίσως,, της λαϊκής – μουσικής. Οι περίτεχνες ενορχηστρώσεις οι οποίες επίσης την διακρίνουν κατά κανόνα περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα ελληνικό παραδοσιακό όργανο και, διαμέσου του έργου της και όχι μόνο, προσπαθεί συνειδητά να αναδείξει την παραδοσιακή μουσική της χώρας μας στον υπόλοιπο κόσμο. 

Η διεθνής αναγνώριση και καταξίωση της δημιουργού δεν οφείλεται μόνο στις ταινίες για τις οποίες έχει γράψει την μουσική και τους αντίστοιχους δίσκους αλλά και στις πολύ επιτυχημένες συναυλίες που έχει πραγματοποιήσει σε αρκετές χώρες. Συμβάλλει βέβαια πολύ σε αυτό το ότι η μουσική της είναι οργανική, έχει συνθέσει και κάποια εξαίρετα και πολύ όμορφα τραγούδια αλλά ομολογουμένως αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος του έργου της. 

Οι συνθέσεις της είναι έμπλεες συναισθημάτων δίχως όμως ποτέ να γίνεται κατάχρηση τους με σκοπό να προκληθεί συγκίνηση στο ακροατήριο, η ίδια η μουσική της αρκεί και με το παραπάνω για αυτό. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι το περιοδικό  Time την έχει αποκαλέσει «η πιο εύγλωττη από τους/τις ζώντες/ζώσες Ελληνες/ίδες συνθέτες/ριες». 

Η Ελένη Καραϊνδρου, όπως και ο Βαγγέλης Ππααθανασίου, επίσης και αυτός διαμέσου της κινηματογραφικής μουσικής, είναι μια απόδειξη ότι οι δημιουργοί μουσικής από την χώρα μας που αληθινά έχουν διεθνή απήχηση δεν σταματούν στον Μίκη Θεοδωράκη και, κατά δεύτερο λόγο, τον Μάνο Χατζιδάκι. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι, όταν επέστρεψε από το Παρίσι, ο τελευταίος την πήρε στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ το οποίο είχε μόλις ιδρύσει και διηύθυνε για να κάνει μια σειρά εκπομπών που θέμα τους ήταν η εθνομοισικολογική έρευνα πάνω στην παραδοσιακή μουσική. Ισως ο σοφός Μ. Χατζιδάκις που ήξερε πολύ καλά πώς να διακρίνει τα ταλέντα προέβλεψε έτσι, αν δεν…προφήτευσε, ότι στο μέλλον θα τιμούσε όχι μόνο την ελληνική μουσική αλλά συνολικά τον πολιτισμό μας διεθνώς με το να γίνει μια άξιο στο έπακρο «πρέσβειρα» του. 

Προσωπικά δεν έχω παρά να συγχαρώ την αγαπητή Ελένη Καραϊνδρου για μιαν ακόμα πολύ σημαντική διάκριση, από τις πολλές που έχει δεχθεί και να της ευχηθώ από καρδιάς να είναι το ίδιο δημιουργική για πολλά ακόμα χρόνια.  

 

Thursday, October 21, 2021

Τάσος Ρωσόπουλος: «Η μουσική υπερβαίνει λέξεις και εικόνες»

 Η σημερινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής εντάσσεται στον κύκλο της ΚΟΑ Ετος Σεν Σανς και φέρει τον επιμέρους τίτλο Σκοτεινά Ρεύματα. Υπό την διεύθυνση του Τζάκοπο Σιπάρι Ντι Πεσκασερόλι και με σολίστ τον βιρτουόζο πιανίστα Θοδωρή Τζοβανάκη θα παρουσιαστούν το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα του Καμίγ Σεν Σανς και η Τρίτη συμφωνία σε λα ελάσσονα, η επιλεγόμενη και «Σκοτική», του Φέλιξ Μέντελσον. Θα προηγηθεί όμως το «Ο Μέγας Παν τέθνηκε», μια ανάθεση της ΚΟΑ στον Τάσο Ρωσόπουλο. Ο τίτλος και μόνο του έργου ήταν αρκετά «ερεθιστικός» για να γίνει αιτία για μια συζήτηση με τον πολύ ενδιαφέροντα και συχνά αρκούντως καινοτόμο – με έναν καθαρά δικό του τρόπο – συνθέτη για αυτό. 

 


Το έργο σου «συνομιλεί» με κάποιο τρόπο με τα άλλα δύο που θα παιχτούν στη συναυλία; 

 

Επί της ουσίας όχι. Ένας πρακτικός μόνο συσχετισμός είναι το γεγονός ότι προσάρμοσα την ενορχήστρωση σε αυτήν της ορχήστρας του Κοντσέρτου του Σεν Σανς έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι πρόβες και η λειτουργία της ΚΟΑ σε συνθήκες πανδημίας. Ήταν ταυτόχρονα και ένα παιχνίδι που μου αρέσει να κάνω συχνά, ο περιορισμός και η αναζήτηση ισορροπιών. Η Τρίτη συμφωνία του Μέντελσον είναι ένα αδιαμφισβήτητο masterpiece, μια πολύ ώριμη ρομαντική και κομψή δομή που μου δίνει ευχαρίστηση το να την ακούω και κυρίως το να διαβάζω την τόσο καλοδουλεμένη ενορχήστρωση της. Ίσως στο τρίτο μέρος της που είναι σκοτεινά λυρικό να υπάρχει μια ακούσια «συνομιλία» με το δικό μου έργο. 

 

Στο σημείωμα σου κάνεις σαφές ότι είναι ένα έργο που, αν δεν εμπνέεται, έχει κατά κάποιο τρόπο στο επίκεντρο του την φύση. Θα έλεγες ότι είναι και ένα είδος «θρήνου» για τις μεγαλύτερες και μικρότερες οικολογικές καταστροφές που όλες μαζί έχουν αλλοιώσει όχι μόνο το κλίμα αλλά και την χλωρίδα, ακόμα και την πανίδα του πλανήτη;

 

Οι ιστορίες είναι αφορμές. Πρωτίστως θέλω το έργο να έχει την ικανότητα απόλυτα αυτόνομης σχέσης με το κοινό, μιας καθαρής ακρόασης. Την ιστορία λοιπόν του Πλουτάρχου, όπως την γνώρισα αρχικά από ένα διεισδυτικό κείμενο του καθηγητή Μιχάλη Κοπιδάκη, την ανάπλασα δημιουργικά στο μυαλό μου ώστε να φτιάξω ένα φανταστικό σενάριο που θα με βοηθούσε αρχικά δομικά. Το σενάριο φυσικά μου δίνει την δυνατότητα να μιλήσω και για εξωμουσικά θέματα που με απασχολούν χωρίς να απομακρύνομαι επικίνδυνα από το μουσικό αντικείμενο μου. Έτσι αντιστρέφω τον αναστεναγμό τον ακολούθων του Πάνα στην είδηση του θανάτου του. Μεταφέρω την ιστορία στο σήμερα, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την διακινδύνευση και βλέπω την γη και την φύση να αναστενάζουν αναζητώντας τον Πάνα για να τις σώσει. Μια φύση που περιέχει όλη την πλάση και φυσικά και τον άνθρωπο, την ανθρώπινη φύση, η οποία χρειάζεται και αυτή άμεσο επαναπροσδιορισμό. Μια αλλαγή της οπτικής μας, μια αναθεώρηση των προτεραιοτήτων μας. Ίσως ακουστεί επιπόλαιο και βιαστικό αλλά πιστεύω πως η ευτοπία της Αρκαδίας, τόπου καταγωγής του Πάνα, όπως περιγράφεται από τον Βιργίλιο μπορεί να θέσει ζητήματα μιας πιο ουσιαστικής ζωής, μιας πολιτικής ίσως ουτοπίας. Νιώθω επίσης έναν άμεσο κίνδυνο να μετατρέψουμε την οικολογία και την ευζωία σε ένα lifestyle βιτρίνας και όχι ουσίας. Ο Πάνας είναι στα βουνά και στις όμορφες νύχτες, αναζητά το απλό, το λιτό, το ευδαιμονικό και το σημαίνον.

 

Θεωρείς ότι κάπου επίδρασαν πάνω σου κατά την γραφή του οι πυρκαγιές του καλοκαιριού αλλά και, σε ένα άλλο επίπεδο ίσως, το κλίμα της πανδημίας/καραντίνας; 

 

Σίγουρα αυτά που  βιώνουμε εδώ και πολύ καιρό μας είναι πρωτόγνωρα και δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν ανεπηρέαστο. Ταυτόχρονα όμως είναι αφορμή και μια τελευταία ίσως ευκαιρία να σκεφτούμε συλλογικά σε αντίθεση με τη επιβεβλημένη κοινή λογική της απομόνωσης και της ατομικής θεώρησης. Παρόλα αυτά αποφεύγω να καταγράφω εν εξελίξει γεγονότα και καταστάσεις, μου είναι πιο διεισδυτική και ενδιαφέρουσα η παρατήρηση εξ αποστάσεως.

 

Αυτή η θεματολογία αποτυπώθηκε καταρχήν δομικά στο έργο ή όχι;

 

Η θεματολογία αποδόθηκε δομικά ως ταμπλό εικόνων χωρίς όμως, όπως προανέφερα, να είναι και απαραίτητη για την ακρόαση. Υπάρχει η κραυγή, ο αναστεναγμός, η νύχτα στο βουνό, οι νύμφες, ο έντονος χορός του Πάνα αλλά και η μεγάλη ενέργεια της γης που μας περιβάλλει. Δεν περιμένω πως θα είναι όλα αυτά αντιληπτά από το κοινό  με τον ίδιο τρόπο. Θα ήμουν ευτυχής αν μετά την ακρόαση δημιουργηθούν και άλλες εικόνες, διαφορετικές από τις δικές μου. Το μουσικό περιεχόμενο, το σχήμα των ομόκεντρων κύκλων όπου καθένας μας μπορεί να είναι σε μια στοιβάδα νοήματος που προσεγγίζει ή απομακρύνεται από το θεωρητικό κέντρο…Έτσι η μουσική υπερβαίνει  λέξεις και εικόνες προτρέποντας να αναζητήσουμε νέες για να περιγράψουμε αυτό που ακούμε.

 

Από υφολογικής πλευράς πώς θα το χαρακτήριζες;

 

Δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω υφολογικά, δεν ξέρω και αν έχει σημασία. Γνωρίζω όλα τα μονοπάτια και τα κατατόπια του, όπως και το υλικό που είναι φτιαγμένο. Οι επιρροές του είναι μερικά από τα πολλά πράγματα που «σιγοτραγουδού»ν στο μυαλό μου. 

 

Θεωρείς ότι σηματοδοτεί μιαν αλλαγή της μελωδικής και αρμονικής γλώσσας σου σε σχέση με προηγούμενα έργα σου ή όχι;

 

Προχωρώντας από έργο σε έργο νιώθω πως υπάρχει μια συνέχεια, οι αλλαγές είναι κοπιαστικές και έρχονται με βραχύ βήμα. Τον τελευταίο καιρό αυτό που νιώθω πρωτίστως, ως ακροατής, είναι μια μεγάλη ανάγκη να επανέλθει η μελωδία. Μια μελωδία που θα συμβολίζει τον διάλογο, αυτό που προανέφερα, συλλογική επαφή και δράση. Η επικοινωνία είναι η δύναμη της μελωδίας. Τώρα από αυτή την θεωρητική διατύπωση για να φτάσουμε στην πράξη και την ουσία χρειάζεται πολύς δρόμος…Προς τα εκεί πάντως είναι η πρόθεση μου. Σε δεύτερο επίπεδο με ενδιαφέρει πολύ η αρμονία και οι συνηχήσεις που προκύπτουν από τις μελωδίες, μια πιο «οριζόντια» δηλαδή αντιμετώπιση της συνήχησης.  

 

Τέλος, γνωρίζοντας το τραγούδι των Waterboys «The Return Of Pan», θα έλεγες ότι παρότι οι τίτλοι επιφανειακά είναι αντίθετοι η στιχουργική προσέγγιση του Mike Scott στον τραγόμορφο θεό έχει κοινά στοιχεία με το πως τον αντιμετώπισες εσύ ως σύμβολο;

 

Ουσιαστικά λέμε το ίδιο πράγμα. Εκεί που θα ήθελα να καταλήξω, όπως πιθανότατα και ο Mike Scott, είναι ότι ο Μέγας Παν δεν πέθανε. Τον χρειαζόμαστε για να σώσει την γη, την φύση αλλά και την ανθρώπινη φύση μας. Τον έχουμε ανάγκη για να αναθεωρήσουμε το απαραίτητο και σημαντικό…

Wednesday, October 20, 2021

Το εκπληκτικό έργο μουσικό θεάτρου «Ask Ada»: Η επιστήμη και η τέχνη είναι γένους θηλυκού…

 Ένα έργο μουσικού θεάτρου που συνδέει τα μαθηματικά με την μουσική αλλά και την ποίηση, το πολύ μακρινό χθες με το τώρα, την καταπιεσμένη θέση των γυναικών στην βικτοριανή Αγγλία με την διεκδίκηση του σύγχρονου κοινωνικού ρόλου τους  τους σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες κα την ανακάλυψη της δυστυχισμένης και άγνωστης κόρης ενός διάσημου πατέρα με την εφεύρεση που άλλαξε και αλλάζει τις ζωές μας περισσότερο από όσο οποιαδήποτε άλλη ποτέ. 

Το «Ask Ada» είναι ένα έργο που ανατέθηκε από την Ενναλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον συνθέτη Γιάννη Κυριακίδη (μπορείτε να διαβάσετε σχετική συνέντευξη του στο προηγούμενο post) στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων της ΕΛΣ για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21 και, πιο συγκεκριμένα, ως μέρος του κύκλου «Ωδές στον Βύρωνα» που επιμελείται ο συνθέτης Αλέξανδρος Μούζας. Λόγω πανδημίας δεν παίχθηκε ζωντανά αλλά θα είναι διαθέσιμο σε streaming και μάλιστα δωρεάν στο κανάλι της ΕΛΣ (nationalopera.gr/GNOTV) μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου.

Θέμα του είναι η Ada Lovelace, μοναδικό νόμιμο τέκνο (υπήρχαν και αρκετά άλλα που δεν ήταν) του Lord Byron και της συζύγου του Annabella Milbanke. Η ζωή της άγνωστης στον πολύ κόσμο Αντα Λαβλέις ήταν σχεδόν τόσο μυθιστορηματική όσο και του διάσημου πατέρα της τον οποίο στην ουσία δεν γνώρισε ποτέ καθώς εκδιώχθηκε από αυτόν, μαζί με την μητέρα της, όταν ήταν μόλις πέντε εβδομάδων και ξαναήλθε σε επαφή μαζί του μόνο μέσω αλληλογραφίας τους τελευταίους τρεις μήνες πριν τον θάνατο του. Είχε αρκετά προβλήματα υγείας και ακόμα περισσότερα ψυχολογικά εξαιτίας των οποίων εξαρτήθηκε από την μορφίνη και πέθανε μόλις τριάντα έξι ετών, κατά τραγική ειρωνεία δηλαδή στην ίδια ηλικία που απεβίωσε και ο Μπάιρον. Ταυτόχρονα όμως όχι μόνο κληρονόμησε από την μαθηματικό μητέρα της την κλίση της σε αυτή την επιστήμη αλλά και αποδείχθηκε αληθινή ιδιοφυία της σχεδιάζοντας σε ηλικία δώδεκα ετών πτητικές μηχανές και κυρίως επινοώντας για την «αναλυτική μηχανή» (η οποία θεωρείται το πρότυπο του hardware των υπολογιστών) του Charles Babbage έναν πρωτοποριακό αλγόριθμό που, κατά γενική παραδοχή, επί της ουσίας είναι το πρώτο πρόγραμμα για υπολογιστές!

Ας πω καταρχήν ότι το «Ask Ada» είναι ένα πάρα πολύ «πυκνό» σε πληροφορία έργο που, αν αποφασίσετε να το παρακολουθήσετε, καλό θα ήταν να το κάνετε και μια δεύτερη φορά (από αυτή την πλευρά είναι πολύ εξυπηρετικό ότι η παρακολούθηση του γίνεται σε streaming και όχι ζωντανά). Η συγγραφέας Τεοντορά Ντελαβό η οποία υπογράφει το λιμπρέτο έγραψε ουσιαστικά δύο κείμενα, το έμμετρο που άδεται επί σκηνής και ένα άλλο, πεζό, το οποίο προβάλλεται σε υπέρτιτλους – και σε ελληνική μετάφραση φυσικά – σε όλη την διάρκεια της παράστασης, είναι πολύ περισσότερο από το αδόμενο και, υπό μιαν έννοια, πολύ πιο σημαντικό από εκείνο. Το κείμενο αυτό δεν «σχολιάζει» απλά τα επί σκηνής δρώμενα αλλά συνδιαλέγεται συνεχώς μαζί τους και τα προεκτείνει. Προς που θα το δούμε στη συνέχεια…

 

Γυναίκα, μόνη, στην βικτοριανή εποχή, αναζητά….

Στη σκηνή η Αντα, από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία, κυριολεκτικά σφαδάζει, κλαίει γοερά μα βουβά και με πάρα πολλή αξιοπρέπεια. Πενθεί εκ των προτέρων μια ζωή, την δική της, όχι χαμένη αλλά ακυρωμένη εξαρχής για μια σειρά από λόγους, την οικογενειακή καταγωγή και κατάσταση της, το ότι είναι γυναίκα και ζει στον συγκεκριμένο τόπο και την συγκεκριμένη εποχή, για όλα όσα την καθηλώνουν και ταυτόχρονα την πνίγουν. Δεν είναι συμπτωματικό ότι στο έργο, όπως και στη ζωή της Αντα, δεν υπάρχει ίχνος ερωτικού στοιχείου, ούτε καν της απουσίας του. Δεν υπήρχε χώρος ούτε χρόνος για αυτό καθώς το μόνο για το οποίο προσπαθούσε, μαχόταν με νύχια και με δόντια, ήταν απλά να επιβιώσει όσο ήταν δυνατό, όσο ήταν αρκετό για να κάνει, να ανακαλύψει όσα ήθελε και μπορούσε. Τα μαθηματικά, η μόνη διαφυγή, η μόνη σωτηρία, το να μάθει και να κατανοήσει όσο γινόταν περισσότερα για τον κόσμο που την περιέβαλλε αλλά και να ανακαλύψει ό,τι μπορούσε για να τον κάνει λίγο καλύτερο. Και στο φόντο αλλά και στο βάθος πάντα και μόνον ο θάνατος, του πατέρα της που της τον στέρησε οριστικά αλλά και ο δικός της, ο μόνιμος, τεράστιος φόβος της αλλά ταυτόχρονα και η μοναδική ελπίδα της για λύτρωση από μια ζωή που δεν μπόρεσε να αγαπήσει, ίσως γιατί και εκείνη δεν την αγάπησε ποτέ. 

 

Οι γυναίκες γεννούν, άρα εκ φύσεως είναι οι πρωταρχικοί δημιουργοί

«Το να προγραμματίζεις είναι σαν να υφαίνεις…Οι πρώτοι προγραμματιστές του κόσμου ήταν γυναίκες …». Από τον αργαλειό στις διάτρητες κάρτες με τις οποίες αρχικά γίνονταν ο προγραμματισμός η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται. Αμφότερα είναι εργασίες που απαιτούν υπομονή, συγκέντρωση, προσοχή και λεπτότητα κινήσεων, όλα τους γυναικεία χαρακτηριστικά, οι άντρες είναι κατά κανόνα πολύ βιαστικοί και «χοντροκομμένοι» για να τις κάνουν, τουλάχιστον όχι το ίδιο καλά. Οι γυναίκες είναι εκ φύσεως εφοδιασμένες με αυτά καθώς πρέπει να φέρουν εις πέρας την δυσκολότερη και πιο απαιτητική εργασία, το να φέρουν στον κόσμο ανθρώπους και να έχουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης του να τους μεγαλώσουν, μέχρι τουλάχιστον την αρχή της παιδικής ηλικίας. 

Η Αντα δεν απέκτησε ποτέ παιδιά, ούτε καν πρέπει να πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό της αυτό. Ταυτόχρονα όμως ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή της ήταν η μητέρα της, εκείνη που της κληρονόμησε την κλίση στα μαθηματικά, το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να της κάνει μετά από την ίδια την ζωή της. Όπως λέει η ίδια, για το πώς άντεξαν και επιβίωσαν από τότε που ο πατέρας και σύζυγος τις πέταξε στον δρόμο, «για εμένα υπήρχαν μόνον οι αριθμοί, για την μητέρα μόνον εγώ». 

 


«Μιαν ημέρα οι κυρίες θα πηγαίνουν τους υπολογιστές τους βόλτα στο πάρκο …»

«Κάθε υπολογιστικό σύστημα φέρνει το μυαλό μας έξω από το σώμα μας…» δίνοντας του έτσι δυνατότητες και ικανότητες που δεν θα μπορούσε να έχει ποτέ πριν. Ναι, αλλά μέχρι ποιου σημείου και κυρίως για ποιο σκοπό; «Δεν είναι καθαρό πια ποιος είναι ο δημιουργός και ποιο το δημιούργημα στις σχέσεις ανθρώπου - μηχανής…Η πληροφορία απαιτεί ελευθερία έλεγαν οι cyberpunks αλλά έτσι χάσαμε εμείς την δική μας». Και ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον οι κυρίες θα πηγαίνουν βόλτα στο πάρκο τους υπολογιστές τους και θα συζητούν με καμάρι για το τι τους είπαν και τι έκαναν, όπως κάποτε έκαναν με τα μωρά τους ή έστω με τα σκυλάκια  τους. 

Την Αντα όμως δεν την απασχολούν όλα αυτά και όχι μόνο γιατί δεν θα τα γνωρίσει και δεν θα τα δει ποτέ. Στο δικό της, κατασκότεινο σύμπαν κυριαρχική φιγούρα είναι ο «αόρατος» πατέρας, περισσότερο από όσο σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ακριβώς εξαιτίας της απουσίας  του. «Κόρη του διαβόλου με λες», θα πει σε μια στιγμή και το εννοεί τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά, πολύ περισσότερο ίσως από όσο το συνειδητοποιεί. Ακόμα και η φιλάσθενη, πραγματική αλλά και φαντασιακή, βιολογική κληρονομιά του την σημάδεψε για πάντα. «Ο πόνος προειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά στο λειτουργικό σύστημα σου…», αυτός ήταν που την οδήγησε και στην εξάρτηση από την μορφίνη. «Ο πατέρας της ήταν ένας και αναντικατάστατος…». «Στο φέρετρο θα σε βρω», του λέει λίγο πριν το τέλος της και αυτός μάλλον είναι και ένας ακόμα λόγος για να το προσδοκά. 

 

                  «Αγαπητέ μου Μπάμπατζ»

Αν ένα μυαλό μπορούσε να ερωτευτεί ένα άλλο μόνο του και χωρίς να συμμετέχει το υπόλοιπο είναι του ανθρώπου τότε το μυαλό της Αντα είχε σίγουρα ερωτευτεί αυτό του Τσαρλς Μπάμπατζ, αν και πιθανότατα δεν τον γνώρισε ποτέ. Χωρίς την αναλυτική μηχανή που εφηύρε εκείνος δεν θα είχε ποτέ το κίνητρο και την ώθηση για τις δικές της ανακαλύψεις και, πάνω από όλα, τον αλγόριθμο της. Η Αντα ούτε επιθύμησε ούτε φαντάστηκε ποτέ ότι θα είχε οποιαδήποτε υστεροφημία. Της την εξασφάλισε όμως αυτός ο αλγόριθμος, «είμαι η πολιούχος των απανταχού προγραμματιστών/ιών» και ο Αλαν Τούρινγκ – μια επίσης βασανισμένη, σχεδόν τραγική, μαθηματική ιδιουφυία όπως και εκείνη, αξίζει να σημειωθεί – ο «Απόστολος» της. Μέσα στη δίνη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν οι Σύμμαχοι του ανέθεσαν να δημιουργήσει για στρατιωτικούς λόγους την πρώτη γλώσσα προγραμματισμού, ο Τούρινγκ επέστρεψε στον αλγόριθμο της, βασίστηκε σε αυτόν και για αυτό ονόμασε εκείνη την πρώτη γλώσσα Αντα. Όμως οι πάρα πολλοί/ές που πάτησαν σε αυτό το οποίο θεμελίωσε ο Τούρινγκ για να χτίσουν πολύ πιο θαυμαστά, για να είμαστε ειλικρινείς, τεχνολογικά επιτεύγματα δεν είχαν, όχι όλοι/ες πάντως, τα ίδια αμιγώς επιστημονικά κίνητρα εκείνου. 

 

«Αν δεν υπάρχει αλήθεια τότε όλα επιτρέπονται…»

Σε κάποια στιγμή η Αντα αποχωρεί για λίγο από την σκηνή και πρωταγωνιστής γίνεται το πεζό μέρος του λιμπρέτου, όχι πια μόνο σε υπέρτιτλους αλλά διά στόματος ενός από τους μουσικούς και με τους υπόλοιπους να λειτουργούν ως ιδιότυπος χορός τραγωδίας. «Η μηχανή μας κάνει προβλέψιμους, μας κάνει να σκεφτόμαστε όπως αυτή…δηλαδή να πάψουμε να σκεφτόμαστε. Και ο ιός επιτάχυνε την διαδικασία…Ενας κόσμος κατ’ ομοίωση της μηχανής σε μια καραντίνα του πνεύματος…η ψυχή σου σε αντάλλαγμα μιας παρωδίας  απόλυτης γνώσης. Οι προηγούμενες μορφές εξουσίας μας απαγόρευαν να μιλήσουμε. Η τωρινή μας ρωτάει, τι σκέφτεσαι;». Γιατί ελέγχοντας την σκέψη μας ελέγχει τα πάντα, τον κόσμο ολόκληρο…έναν εικονικό κόσμο που τον διαμορφώνει αυτή έχοντας υποκαταστήσει την πραγματικότητα, σε πολύ μεγάλο βαθμό με την απόλυτη συνενοχή της. 

 


      Αριθμοί,  μόνον αριθμοί πια αντί για λέξεις…

«Πέτυχε τον στόχο της, την ισότητα λέξεων και αριθμών και τώρα ο κόσμος των λέξεων δίνει τη  θέση του στον κώδικα…». Τα γραφικά, κάποτε και  ολογραφήματα, του Νταριέν Μπρίτο σχηματίζουν άτομα και μετά μόρια. Ταυτόχρονα όμως κάποια από τα γράμματα των λέξεων του κειμένου κινούνται σαν να για να σχηματίσουν κώδικα. Γιατί οι λέξεις, η γλώσσα είναι κώδικας, η ηχητική αποτύπωση ενός άλλου, του πρωταρχικού κώδικα, αυτού των σκέψεων ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι παρά η, υποσυνείδητη αρχικά και στο πέρασμα του χρόνου όλο και πιο συνειδητή, «αφήγηση» του κώδικα των ατόμων και των μορίων, του κώδικα της ίδιας της ζωής, ολόκληρου του σύμπαντος. Υπό μιαν έννοια λοιπόν η Αντα, εκτός από η πρώτη προγραμματίστρια της Ιστορίας, ίσως και να ήταν επίσης η πρώτη των crackers καθώς κατόρθωσε να «σπάσει», να αποκρυπτογραφήσει αυτόν τον Μέγα Κώδικα και να τον ξαναγράψει με μια «απλή» σειρά αριθμών.

 

«Η μηχανή θα μπορεί να συνθέτει περίτεχνα μουσικά κομμάτια»

Η Αντα ήταν ερασιτέχνιδα μουσικός, έπαιζε άρπα και έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο ότι ενδιαφέρθηκε και για τις εφαρμογές που θα μπορούσε να έχει στην μουσική η αναλυτική μηχανή του Μπάμπατζ και μάλιστα δημιουργικές και όχι απλά εκτελεστικές. Ο Γιάννης Κυριακίδης είχε μια μεγαλοφυή ιδέα που, όπως οι περισσότερες τέτοιες, στην ουσία της είναι πολύ απλή. Με την πρόβλεψη δηλαδή της Αντα για την σύνθεση μουσικής από την τεχνητή νοημοσύνη να είναι πραγματικότητα εδώ και αρκετά χρόνια για πολλούς/ές δημιουργούς πήρε την ιδέα της – που ίσως και να ήταν υποσυνείδητη επιθυμία – και την εφάρμοσε στην πράξη με τον τρόπο που πιθανότατα θα το έκανε και η ίδια αν τα τεχνικά μέσα της εποχής της το επέτρεπαν. Επινόησε δηλαδή έναν αλγόριθμό, βασισμένο φυσικά στον δικό της και με κεντρικό αριθμό του το 36, την ηλικία της όταν πέθανε κα άφησε αυτόν να «γράψει» κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τα μελωδικά και ρυθμικά σχήματα τα οποία αποτελούν την μουσική του για το έργο. Αν το δούμε από σημειολογικής, ακόμα και από φιλοσοφικής πλευράς, είναι σαν η Αντα να συνέθεσε η ίδια, όντας νεκρή εδώ και σχεδόν δύο αιώνες μάλιστα, το ρέκβιεμ της σύντομης και βασανισμένης ζωής της, αυτό δηλαδή που κατά πολύ μεγάλο βαθμό επιχειρεί να είναι και το κατορθώνει και με το παραπάνω το «Ask Ada».

Εκτός από ιδιοφυής ιδέα όμως ο αλγόριθμος του Γ. Κυριακίδη, η μετεξέλιξη ουσιαστικά αυτού της Αντα, αποδείχθηκε και πραγματικά…θαυματουργός μουσικά. Σε κάποιες στιγμές με λιτότατα, σχεδόν μινιμαλιστικά, δίχως «στολίδια» αλλά και τις τυπικές, «παραδοσιακές» αρμονίες, τονικά θέματα που παραπέμπουν στον ύστερο ρομαντισμό και σε κάποιες άλλες με «άναρχα» και σκληρά ηχοτοπία τα οποία όχι απλά παραπέμπουν αλλά και συνάδουν με τα ηλεκτρονικά που συμπληρώνουν το έργο, οι παρτιτούρες του ενόργανου συνόλου αποδίδουν ανάγλυφα και τις δυο πλευρές της προσωπικότητας της Αντα, ενός ανθρώπου που ζήτησε ελάχιστα από την ζωή και δεν έλαβε σχεδόν τίποτα και από την άλλη ενός διψασμένου για γνώση μυαλού που προσπάθησε να προσεγγίσει και να κατανοήσει σχεδόν τα πάντα, ανέφικτο για οποιονδήποτε μεν αλλά τουλάχιστον το κατάφερε σε ένα ποσοστό που μετρημένοι/ες άλλοι/ες μπορούν ακόμα και να φανταστούν. 

Τα μόλις έξι όργανα που περιλαμβάνει η ενορχήστρωση είναι σοφά επιλεγμένα, πριν από όλα φυσικά άρπα που παραπέμπει στην σχέση της Αντα με την μουσική αλλά και υπενθυμίζει διαρκώς τον κεντρικό και μοναδικό χαρακτήρα του έργου, πιάνο που τα ντούο του με την άρπα δίνουν μερικές από τις πιο όμορφες μελωδικές στιγμές του έργου, βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο τα οποία λειτουργούν κυρίως αντιστικτικά ως προς τα δύο προηγούμενα όργανα ή και παράγουν ήχους, θορύβους, ακόμα και κρότους αντί να παίζουν νότες και τέλος κουρδισμένα κρουστά, απολύτως κατάλληλα για τους ασυνήθιστους, με πολύ παράξενα μέτρα και συνεχείς αλλαγές ρυθμούς αλλά και για να «συνδέουν» το ενόργανο σύνολο με τους κρότους και τα τριξίματα των πρώιμων υπολογιστών καθώς τέτοια επέλεξε ο δημιουργός να είναι τα ηλεκτρονικά ηχοχρώματα, να θυμίζουν τον μουσικό και μη ήχο των κομπιούτερ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του΄80. Υπάρχουν επίσης πέντε μουσικά κουτιά, το πρώτο στην Ιστορία «μηχανικό» όργανο, τα οποία παίζουν εκ περιτροπής όλοι οι μουσικοί. Τις τόσο περίπλοκες ακόμα και στα σημεία που η μουσική είναι απλή παρτιτούρες του αλγόριθμου αποδίδουν άριστα οι πέντε συν μία σολίστ υπό  την διεύθυνση του Γκρέγκορι Σαρέτ ο οποίος ανταποκρίνεται απόλυτα  σε αυτή την πολύ μεγάλη και δύσκολη, λόγω της φύσης του έργου, πρόκληση. 

H Ολλανδή Μιχαέλα Ρίνερ, σοπράνο που, διόλου συμπτωματικά, εκτός από την σύγχρονη μουσική είναι επίσης εξειδικευμένη στην παλαιά μουσική και την ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία, όσο και αν δεν φαίνεται και παρά την σύντομη διάρκεια της παράστασης, διαπράττει έναν εξαντλητικό ερμηνευτικό και υποκριτικό άθλο. Γίνεται η Αντα Λαβλέις, μονίμως ακαθόριστα φοβισμένη παρά την τεράστια εσωτερική δύναμη της, ευγενική και χαμηλών τόνων παρά τις ασταμάτητες διαδοχικές εκρήξεις εντός της, «το σούπερ geek γκομενάκι…που ήταν και φίλη του Ντίκενς» όπως θα περιγράψει με χιούμορ τον προ διακοσαετίας εαυτό της με τα δεδομένα, την γλώσσα και την ορολογία του σήμερα. Μια performance αληθινά είκοσι τεσσάρων καρατίων από μια πολύ μεγάλη λυρική και όχι μόνον ερμηνεύτρια της εποχής μας!  

 


        Ρωτήστε όχι την Σίρι αλλά την Αντα…

Θα έλεγα ότι το έργο καταλήγει στην έμμεση παραδοχή μιας ήττας, προσπαθώντας να την μετριάσει και όχι να την ωραιοποιήσει ή να την εξιδανικεύσει μα να διακρίνει τις όποιες θετικές πλευρές της. «Το οιονεί ανθρώπινο κατακτά την ουσία, μπορεί και την ανθρωπιά, πιο πολύ από εμάς τους ανθρώπους. Θα αισθανθούμε κάποτε αγάπη για τις οδηγίες των αλγορίθμων μας;». 

Για εμένα όμως η απάντηση στο ερώτημα που διατρέχει ολόκληρο το έργο, πίσω μα και διαμέσου της ιστορίας της Αντα, αλλά και το πραγματικό φινάλε έχουν έρθει λίγο πιο πριν. Μια φωνή – ο Θεός, το σύμπαν; - ρωτά, «τι θέλεις Αντα;» και εκείνη απαντά κουρασμένα «να σκεφτώ…και να ονειρευτώ…μόνη». Όχι χωριστά αλλά και τα δύο μαζί και ταυτόχρονα, σε συνεχή επαφή το ένα με το άλλο, να σκεφτεί αλλά όχι ψυχρά, όπως η αναλυτική μηχανή, αλλά με τις σκέψεις της να φιλτράρονται από τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα της και αντίστοιχα των ψυχή της να μην χάνεται μέσα σε ά-λογα ή και παράλογα συναισθήματα αλλά να έχει ως φάρο και πυξίδα την ορθήσκέψη. Με άλλα λόγια να είναι ένας αληθινός και ολοκληρωμένος άνθρωπος… 

Ρωτήστε λοιπόν την Αντα…Όχι για να σας δώσει όλες τις απαντήσεις που δεν τις είχε αφού δεν τις γνώριζε, όπως άλλωστε κανείς άλλος άνθρωπος, πριν ή μετά από αυτήν. Ρωτήστε την για να σας πει πώς είναι και τι σημαίνει σκεπτόμενος και (συν)αισθανόμενος άνθρωπος…Ρωτήστε την πώς είναι το να μη σε καταλαβαίνουν οι άνθρωποι γύρω σου, οι σύγχρονοι σου και ίσως για αυτό να σε θεωρούν παράξενη, ιδιόρρυθμη, «τρελή». Να μη σε καταλαβαίνουν γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν – ή μήπως φοβούνται να το κάνουν; - την ανάγκη και τον πόθο σου για πραγματική ελευθερία, αυτή του μυαλού και της ψυχής, του πνεύματος και των συναισθημάτων. Την απόλυτη, αληθινή ελευθερία που σε ωθεί να θέλεις να κάνεις ό,τι περισσότερο και καλύτερο μπορείς, για τον εαυτό σου αλλά και για όλους τους συνανθρώπους σου, τους συγχρόνους σου αλλά και αυτούς που θα έρθουν στη συνέχεια…χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς καν λόγο, μόνον επειδή το οφείλεις στον εαυτό σου και σε κανέναν άλλο. Γιατί εντέλει ελευθερία είναι να οφείλεις μόνο στον εαυτό σου, να μη χρωστάς τίποτα σε κανέναν άλλο ούτε όμως και κανείς άλλος σε εσένα…μα ελευθερία τόσο βαθιά ριζωμένη και ισχυρή ώστε να μη φοβάσαι να ανακαλύψεις πράγματα πολύ δυνατότερα από εσένα, να μη φοβάσαι ότι μπορεί ποτέ να χάσεις την ελευθερία σου από αυτά. Γιατί, ανάμεσα στα άλλα, η ελευθερία σου σε κάνει να γνωρίζεις πολύ καλά, αταλάντευτα, ότι εσύ τα βρήκες και τα δημιούργησες και ποτέ το αντίστροφο. Αρα νομοτελειακά ποτέ δεν μπορούν να σε υποκαταστήσουν αλλά αντίθετα εσύ θα τα χρησιμοποιείς πάντα…

Τέλος ρωτήστε την Αντα πώς είναι το να είσαι φεμινίστρια πριν καν ανακαλυφθεί όχι ο όρος αλλά ακόμα και η έννοια του και αιώνες πριν τον cyber  φεμινισμό όπως διόλου συμπτωματικά επισημαίνει το κείμενο λίγο μετά την αρχή του έργου, ένα ακόμα από τα πολλά νέα φαινόμενα της ψηφιακής εποχής μας. Γιατί φεμινίστρια πριν από όλα σημαίνει να μη φοβάσαι, τους άντρες ή οποιονδήποτε άλλον, ως προς το ανοίξεις νέους δρόμους, τόσο μεγάλους, ευρείς και σημαντικούς όσο και εκείνους των αντρών ή και ακόμα περισσότερο. Φεμινίστρια σημαίνει να μην φοβάσαι να είσαι ελεύθερη, τόσο στις σκέψεις όσο και στις πράξεις σου, ενώ παραμένεις γυναίκα και άνθρωπος…  

Το «Ask Ada» είναι ένα έργο που καταφέρνει, με έναν σχεδόν απίστευτο τρόπο και δίχως καν να το προσπαθεί, να συνδυάζει και να είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αφορμή για την ύπαρξη του είναι οι εκδηλώσεις για την επέτειο ενός ιστορικού γεγονότος αλλά, δίχως ούτε για μια στιγμή να παύει να το τηρεί αυτό ή πολύ περισσότερο να το περιφρονεί, εξαρχής αφηγείται και μάλιστα πολύ επιτυχημένα την ιστορία μιας άγνωστης μεν αλλά τρομερά σημαντικής για όλο τον κόσμο φυσιογνωμίας του πρώτου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, επιπλέον την συνδέει με το σήμερα και τέλος αποτελεί μία ψύχραιμη, ορθολογική, επιτιμητική μα καθόλου ηθικολογική ή έστω «διδακτική» ανάλυση, σχόλιο και κριτική ενός τρομερά σπουδαίου στοιχείου του παρόντος, εντέλει της ίδιας της εποχής μας, της αντίληψης, της λειτουργίας, ακόμα και της φιλοσοφίας της. 

Το «Ask Ada» είναι μια αριστουργηματική παράσταση μουσικού θεάτρου που όσοι και όσες ενδιαφέρεστε για το ιδίωμα, την εποχή μας και τον κόσμο μας στη παρούσα συγκυρία ή και αμφότερα αυτά δεν πρέπει να χάσετε!  

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Monday, October 18, 2021

Γιάννης Κυριακίδης: «Για τους ιδιοκτήτες των social media οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους είναι μόνο πηγές κέρδους»

 Μία συζήτηση με τον διεθνώς καταξιωμένο Κύπριο συνθέτη για το «Ask Ada», το αριστουργηματικό πολυμεσικό έργο μουσικού θεάτρου που δημιούργησε για την Εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων της ΕΛΣ για την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821.

 

 

Ο Γιάννης Κυριακίδης γεννήθηκε στην Λεμεσό της Κύπρου, σε πολύ μικρή ηλικία μετοίκισε στην Αγγλία και από το 1992 ζει μόνιμα και εργάζεται στην Ολλανδία όπου, εκτός από την δημιουργική δραστηριότητα του, διδάσκει σύνθεση στο Βασιλικό Ωδείο Μουσικής της Χάγης.  Είναι διεθνώς καταξιωμένος συνθέτης ηλεκτρακουστικής μουσικής με το έργο του να διακρίνεται τόσο για το εύρος και την ποικιλία του από μουσικό θέατρο και πολυμέσα μέχρι συνθέσεις μουσικής δωματίου και για μεγαλύτερα σύνολα, όσο και για τη συνεχή προσπάθεια του να δημιουργήσει νέες φόρμες και υβρίδια μέσω ενός μόνιμου «διαλόγου» με τις ψηφιακές ηχητικές πηγές και γενικότερα την σύγχρονη τεχνολογία.   

Ενας από του κύκλους των εορταστικών εκδηλώσεων της ΕΛΣ για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 είναι και το «Ωδές στον Βύρωνα» σε επιμέλεια του συνθέτη Αλέξανδρου Μούζα και με θέμα του προφανώς τον Λόρδο Μπάιρον. Στο πλαίσιο του ανατέθηκε στον Γιάννη Κυριακίδη το «Ask Ada» που αντίστοιχα εμπνέεται από την Ada Lovelace, μοναδικό νόμιμο τέκνο (υπήρχαν και αρκετά άλλα που δεν ήταν) του Byron και της συζύγου του Annabella Milbanke. Η ζωή της άγνωστης στον πολύ κόσμο Αντα Λαβλέις ήταν σχεδόν τόσο μυθιστορηματική όσο και του διάσημου πατέρα της τον οποίο στην ουσία δεν γνώρισε ποτέ καθώς εκδιώχθηκε από αυτόν, μαζί με την μητέρα της, όταν ήταν μόλις πέντε εβδομάδων και ξαναήλθε σε επαφή μαζί του μόνο μέσω αλληλογραφίας τους τελευταίους τρεις μήνες πριν τον θάνατο του. Είχε αρκετά προβλήματα υγείας και ακόμα περισσότερα ψυχολογικά εξαιτίας των οποίων εξαρτήθηκε από την μορφίνη και πέθανε μόλις τριάντα έξι ετών, κατά τραγική ειρωνεία δηλαδή στην ίδια ηλικία που απεβίωσε και ο Μπάιρον. Ταυτόχρονα όμως όχι μόνο κληρονόμησε από την μαθηματικό μητέρα της την κλίση της σε αυτή την επιστήμη αλλά και αποδείχθηκε αληθινή ιδιοφυία της σχεδιάζοντας σε ηλικία δώδεκα ετών πτητικές μηχανές και κυρίως επινοώντας για την «αναλυτική μηχανή» (η οποία θεωρείται το πρότυπο του hardware των υπολογιστών) του Charles Babbage έναν πρωτοποριακό αλγόριθμό που, κατά γενική παραδοχή, επί της ουσίας είναι το πρώτο πρόγραμμα για υπολογιστές! 

Αυτή την συναρπαστική, χαρισματική, τόσο δυστυχισμένη στην προσωπική ζωή της όσο και μεγαλοφυή φυσιογνωμία που ήταν τόσο μπροστά από την εποχή της έχει σαν θέμα του το έργο του Γιάννη Κυριακίδη. Συνομίλησα με τον πενηνταδυάχρονο δημιουργό ενώ βρισκόταν στο σπίτι του, στο Αμστερτναμ για αυτό, για την Ada αλλά και για το πόσο αυτά που έγραψε αποδείχθηκαν τόσο προφητικά ώστε να τα βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας και στις ζωές μας σήμερα.  

 


Το θέμα του έργου σας δόθηκε από τον Αλέξανδρο Μούζα ή ήταν δική σας επιλογή; Στη συνέχεια αφήσατε την Τεοντορά Ντελαβό να αποφασίσει για τον δομή και το περιεχόμενο ή του δώσατε κάποιες κατευθύνσεις;

 

Ο Αλέξανδρος Μούζας ήρθε σε επαφή μαζί μου για το αν θα ενδιαφερόμουν για ένα project σχετικό με την Ada Lovelace. Νομίζω ότι απευθύνθηκε συγκεκριμένα σε εμένα γιατί ξέρει ότι πολύ συχνά στο έργο μου χρησιμοποιώ την τεχνολογία. Αφού δέχτηκα ήμουν ελεύθερος να εξελίξω το project έτσι όπως ήθελα και να σχηματίσω μια δημιουργική ομάδα. Με τη σειρά μου απευθύνθηκα στην Τεοντορά Ντελαβό με τον οποίο είχα συνεργαστεί και στο παρελθόν, σε μια σύγχρονη εκδοχή του «Δεκαημέρου» του Βοκάκιου και ήξερα ότι μπορούσε να μεταφέρει και να αποδώσει κάποια θέματα σε ένα σημερινό context και επίσης στον ειδικό του δημιουργικού κώδικα Νταριέν Μπρίτο που ήξερα ότι μπορούσε να δημιουργήσει έναν οπτικό κόσμο εμπνευσμένο από τον αλγόριθμο της Ada. 

Συζήτησα κυρίως με την Τεοντορά το πώς να προσεγγίσουμε την Ada, καταλήξαμε σε κάποια θέματα τα οποία θέλαμε να αναδείξουμε και έγραψε μια πρώτη εκδοχή που είχε οκτώ μέρη. Στη συνέχεια μετατρέψαμε αυτό το αρχικό κείμενο σε τριάντα έξι μικρότερες σκηνές κατ’ αναλογία με την δομή του αλγορίθμου της Ada και την ηλικία κατά την οποία πέθανε. 

 

Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι ενώ το έργο εντάσσεται σε έναν κύκλο που έχει να κάνει με την επέτειο των 200 ετών από την επανάσταση του ’21 και το θέμα του, έστω και έμμεσα, σχετίζεται με ένα πρόσωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτήν, εσείς το εκμεταλλευθήκατε για να κάνετε ένα σχόλιο πάνω σε ένα καίριο σύγχρονο ζήτημα και γενικότερα την εποχή μας. Πώς και γιατί προέκυψε αυτό;

 

Είναι ενδιαφέρον να σκεφτώ γιατί επιλέξαμε συγκεκριμένα τμήματα αυτής της ιστορίας και όχι άλλα όπως το ότι ο Μπάιρον συμπτωματικά βρέθηκε να σχετίζεται με την Επανάσταση και άλλα μικρά και όχι γνωστά ιστορικά γεγονότα που οι πάρα πολύ μεγάλες συνέπειες τους είναι αισθητές ακόμα και σήμερα. Η ανακάλυψη της Ada ήταν ένα τέτοιο γεγονός και υπήρχαν πολλά ακόμα τέτοια στην ιστορία που προσφέρονταν για ανάπτυξη όπως και η ανύπαρκτη σχέση της Ada με τον πατέρα της, τον Μπάιρον, η τραγική ζωή της  που τέλειωσε τόσο πρόωρα και στην ίδια ηλικία με τον πατέρα της αλλά και το ότι κατόρθωσε να υπερβεί τον εαυτό της, να διαπρέψει στα μαθηματικά και να συμβάλει τόσο στην πρόοδο του κόσμου παρά τους περιορισμούς που τις επέβαλλε το ότι ήταν μια γυναίκα στην βικτοριανή εποχή. Υπάρχουν τόσα πολλά στοιχεία σε αυτή την ιστορία τα οποία συνδέονται άμεσα με την εποχή μας, υπό μιαν έννοια είναι σύγχρονα. Το πιο ενδιαφέρον από όλα είναι η προφητική φράση της στον πρόλογο της μελέτης της για την αναλυτική μηχανή του Τσαρλς Μπάμπατζ, «η αναλυτική μηχανή μπορεί να έχει εφαρμογές και σε άλλα πράγματα εκτός των αριθμώ», η οποία προβλέπει την αποχή μας και το πως η τεχνητή νοημοσύνη διαπερνά πλέον κάθε παράμετρο της ζωής μας. Ηθελα αυτό το έργο να μην αφηγείται μόνο την ιστορία της Ada αλλά και την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η ανθρωπότητα και ο πολιτισμός της σήμερα. 

 


Στο πρόγραμμα της παράστασης εξηγείτε πολύ αναλυτικά την μέθοδο με την οποία συνθέσατε την μουσική. Θα την χαρακτηρίζατε ατονική /σύγχρονη, μια προσαρμοσμένη για την περίσταση εκδοχή της τονικότητας ή ένα υβρίδιο αυτών των δύο;

 

Στην μουσική γλώσσα μου δεν σκέφτομαι πια με βάση τους όρους του διπόλου τονικότητα – ατονικότητα. Συχνά λειτουργώ εντός ενός τονικού ή τροπικού πλαισίου αλλά χωρίς τις συμβάσεις της ισχύουσας αρμονίας. Το κάνω διευρύνοντας την αρμονία έτσι ώστε να υπάρχει χώρος για να συνδιαλεχθεί με τον ήχο και τον θόρυβο, σε μελωδικό και ρυθμικό επίπεδο και με άλλα Μέσα και στοιχεία όπως κείμενο και εικόνα που μου αρέσει να τα χρησιμοποιώ σαν μουσικές παραμέτρους. Σε αυτό το έργο ήθελα να δημιουργήσω μια τονική διάλεκτο βασισμένη απόλυτα στον αλγόριθμο της Ada για να καταδείξω την σημασία της διαπίστωσης της ότι «η μηχανή θα μπορεί να συνθέτει περίτεχνα μουσικά κομμάτια». Δημιούργησα ‘έναν δικό μου αλγόριθμο με βάση το  τρίγωνο του Μπερνούλι (το οποίο με την σειρά του βασίστηκε στον δικό της αλγόριθμο) που παρήγαγε τονικά και ρυθμικά σχήματα με μια διαδικασία τριάντα έξι βημάτων. Αυτό ήταν η βάση όλου του μουσικού υλικού το οποίο εκτείνεται από πολύ απλά, σχεδόν «αχνά» μέρη μέχρι αρκετά πιο σύνθετα τα οποία δίνουν την αίσθηση μουσικής που έχει δημιουργηθεί από υπολογιστή. Συχνά εργάζομαι σε ένα επίπεδο σχηματοποίησης όταν συλλαμβάνω τον ήχο ενός έργου. Θέλω τόσο η «γλώσσα» όσο κα ο ήχος της μουσικής να αποτυπώνουν κάτι από την πηγή έμπνευσης και το περιεχόμενο του και έτσι στο συγκεκριμένο ήταν σημαντικό για εμένα η «υφή» του μουσικού υλικού να έχει μια ποιότητα σχεδόν «ρετρό» υπολογιστή.  

 

Εκτός από την άρπα που προφανώς υπάρχει για να παραπέμπει στην προσωπικότητα της Αντα αφού έπαιζε και η ίδια με ποια κριτήρια κάνατε την υπόλοιπη ενορχήστρωση; Επίσης είναι λανθασμένη η αίσθηση που αποκόμισα ότι και τα οπτικά στοιχεία είναι υπό μιαν έννοια τμήμα της παρτιτούρας;

 

Πολύ σωστή διαπίστωση. Ηθελα την άρπα για τους λόγους που ανέφερες αλλά μετά σκέφτηκα ότι ήθελα μεν η  μουσική να είναι κυρίως από έγχορδα αλλά μαζί με κουρδισμένα κρουστά τα οποία θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αναμειγνύοντας τον ΄ήχο τους με τον παλμό και τις οξείες συγκυριακές συχνότητες των συνθετικών ήχων που παρήγαγε ο υπολογιστής. Ηταν επίσης μια ισορροπία ανάμεσα στα τρία όργανα με δοξάρι και άλλα τρία που παίζονται με τα δάκτυλα ή με το χτύπημα των χερών. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν το μουσικό κουτί, υπάρχουν πέντε τέτοια τα οποία παίζουν διαδοχικά όλοι οι μουσικοί, ένας – ένας ή και μαζί. Ηθελα να χρησιμοποιήσω ένα όργανο που απεικόνιζε κάπως τον μηχανισμό των πρώτων υπολογιστών με περιστρεφόμενες μανιβέλες και διάτρητες καρτέλες. Εφτιαξα διάτρητα ρολά που είναι μια «μετάφραση» του «Fare Thee Well», του ποιήματος του Μπάιρον που ακούμε στην διάρκεια του έργου σαν οι λέξεις του να «μεταφράζονται» στο πεδίο γνώσης και αντίληψης της Ada. Οσον αφορά στο οπτικό υλικό συχνά είναι για εμένα προέκταση της μουσικής. Σίγουρα αυτό συμβαίνει σε ένα μεγάλο μέρος του  έργου μου στο οποίο το κάνω ο ίδιος (συνήθως με βάση κείμενο) και θεωρώντας τον συγχρονισμό, την ταχύτητα και τις δυναμικές του τμήμα της μουσικής. Σε αυτή την περίπτωση ο Νταριέν Μπρίτο που δημιούργησε το βίντεο είναι και ο ίδιος μουσικός και συνθέτης και έτσι μπορούσε να κατανοήσει και να «εισέλθει» σε αυτή την μουσική λειτουργία του. 

 


Τέλος το έργο στέκεται με σκεπτικισμό ή επικριτικά απέναντι στα social media και συνολικά στις αλλαγές που έχει επιφέρει η ψηφιακή εποχή στις ζωές μας; 

 

Προφανώς υπάρχουν και θετικές και αρνητικές πλευρές στην κυριαρχία πλέον της τεχνητής νοημοσύνης και συνολικά της πολύ προηγμένης τεχνολογίας στις  ζωές μας. Το μέρος του έργου που είναι σαν «διάλεξη» ασχολείται πάρα πολύ με τους κινδύνους τους οποίους εμπεριέχουν τα social media, ειδικά με την δύναμη που έχουν αποκτήσει και το ότι λειτουργούν και εξελίσσονται μόνο για το οικονομικό κέρδος των ιδιοκτητών τους. Αυτό ταυτόχρονα περιορίζει την ανθρώπινη έκφραση αλλά και αντικατοπτρίζει την ίδια την ιδεολογία τους που είναι αποκλειστικά το κέρδος με προβολή στις ανθρώπινες σχέσεις, τόσο οι πραγματικοί φίλοι όσο και οι followers μετατρέπονται σε οικονομικά μεγέθη, «χρηματοποιούνται». Αυτό όμως δεν είναι πρόβλημα της τεχνολογίας αλλά του πως χρησιμοποιείται. Νομίζω πάντως ότι υπάρχει και ένα ελπιδοφόρο μήνυμα σχετικά με αυτό κάπου προς το τέλος, όταν υπονοείται η πιθανότητα να υπάρξει «κάτι σαν αγάπη» ανάμεσα στους αληθινούς και τους «ψεύτικους» ανθρώπους, δηλαδή την τεχνητή νοημοσύνη. Δεν ξέρω αν η ίδια η Ada θα μπορούσε ποτέ να το έχει φανταστεί αυτό αλλά μπορούμε να το δούμε ως μια συνέπεια του οράματος της… 

 

Και αυτή η «αγάπη» η καλύτερα η «συνύπαρξη» ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης ενυπάρχει σαφώς, υπαινικτικά και δίχως ποτέ να γίνεται αυτοσκοπός, στο σύνολο του έργου του Γιάννη Κυριακίδη υπό την έννοια ότι δεν φοβάται τις δυνατότητες της δεύτερης και τις χρησιμοποιεί στο έπακρο αλλά χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνεται δέσμιος τους ή, ακόμα χειρότερα, να καταλήγει να «υποδουλώνεται» σε αυτές, δημιουργικά και εκφραστικά, με συνέπεια να τον χρησιμοποιούν εντέλει εκείνες και όχι το αντίθετο. Κάτι το οποίο δυστυχώς δεν καtaφέρνουν να αποφύγουν πολλοί/ές άλλοι/ες σημερινοί δημιουργοί που κινούνται σε ανάλογα πεδία συνύπαρξης του αληθινού και του εικονικού…

 


InfoΛόγω πανδημίας το «Ask Ada» δεν παίχθηκε ζωντανά αλλά θα είναι διαθέσιμο σε streaming και μάλιστα δωρεάν στο κανάλι της ΕΛΣ (nationalopera.gr/GNOTV) μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου.  

 

«15»: H Puzzlemusic γιορτάζει τα δέκα πέντε χρόνια λειτουργίας της με μια συλλογή που κοιτάζει τουλάχιστον προς τα επόμενα δέκα πέντε

  H Puzzlemusik ανακοίνωσε την ίδρυση της τον Σεπτέμβριο του 2006 και κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της στις 27 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Ιδρ...