Wednesday, November 10, 2021

Γεωργία Σπυροπούλου: «Το έργο μου έχει στο επίκεντρο του την κατάρρευση της πόλης, την απομόνωση και τον εγκλεισμό»

 Με αφορμή το πρόσφατο CD της  «Fonotopia» μια συζήτηση (περισσότερο από συνέντευξη ) – ποταμός και εκ βαθέων για τη σύγχρονη μουσική, την πρωτοπορία, την σχέση της με την κοινωνία, την πανδημία και αρκετά ακόμα θέματα με την σπουδαία πρωτοπόρο συνθέτρια Γεωργία Σπυροπούλου η οποία διαπρέπει στην Γαλλία όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια. 

 

 


Η Γεωργία Σπυροπούλου σπούδασε πιάνο, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα και jazz αυτοσχεδιασμό στην Αθήνα. Στη συνέχεια εργάστηκε επί μια δεκαετία ως πιανίστρια, τόσο στον χώρο της jazz όσο όμως και της ελληνικής μουσικής που την μελέτησε και την κατέχει εις βάθος. Από το 1996 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι όπου σπούδασε σύνθεση, ηλεκτροακουστική μουσική και ανάλυση φόρμας αλλά και σύνθεση και μουσική τεχνολογία στο IRCAM, το γαλλικό επίκεντρο της μουσικής πρωτοπορίας μα και έρευνας. Από το 2008 και για μερικά χρόνια εργάστηκε ως συνθέτρια -ερευνητήτρια στο IRCAM με το project «MASK: Μεταμορφώσεις της φωνής και δημιουργία τεχνολογικών εργαλείων για τη live performance». Εχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις στην Γαλλία και σε άλλες χώρες και επίσης έχει προσκληθεί να διδάξει για το έργο της της και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί σε πανεπιστημιακά ιδρύματα αρκετών χωρών. Συνθέτει έργα ακουστικά (οργανικά και φωνητικά), ηλεκτροακουστικά αλλά και μεικτά στα οποία χρησιμοποιεί τη μουσική τεχνολογία. Δημιουργεί επίσης εργα multimedia και οπτικοηχητικές installations. Συλλαμβάνει τη μουσική της στους ενδιάμεσους χώρους της μουσικής πράξης, μουσικό κείμενο και προφορική κουλτούρα, παράδοση και πρωτοπορία. Εργάζεται με άξονα  την ιδέα των μουσικών και ηχητικών αρχέτυπων, της συγγένειας μορφών ετερόκλητων αλλά και πάνω στις μεταμόρφωσεις του ηχητικού φαινομένου. Ο μουσικός ήχος - οργανικός, ηλεκτρονικός, φυσικός - δεν είναι για εκείνη κάτι δεδομένο και άκαμπτο αλλά υλικό με πλαστικότητα. Η έρευνα και η χρήση νέων τεχνικών, οργανικών και φωνητικών, στα έργα της έχει επηρεαστεί από την μουσική του εικοστού αιώνα, την προφορική παράδοση, το avant rock, τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, την performance αλλά και τον τρόπο που χρησιμοποιούν τα πικάπ οι πιο δημιουργικοί DJs της χορευτικής μουσικής. 

Το «Fonotopia» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό περιλαμβάνει τρεις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις της Γεωργίας Σπυροπούλου ανεξάρτητες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους με μόνο κοινό αυτό που είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του έργου της, δηλαδή το να διευρύνει διαρκώς, κάποιες φορές ακόμα και να διαρρηγνύει, τα συνθετικά/δημιουργικά και εκφραστικά όρια της. Περισσότερα για αυτά επιφυλάσσομαι να πω στα τέλη Ιανουαρίου σε δύο διαδοχικές μεταδόσεις της  εκπομπής μου «Κριτικός Λόγος» στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ στις οποίες θα παρουσιάσω αναλυτικά και κριτικά το «Fonotopia».

 


Καταρχήν θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο τίτλος «Fonotopia» είναι ελαφρά παραπλανητικός καθώς ένα από τα τρία έργα όχι μόνο δεν βασίζεται στη φωνή αλλά δεν την περιλαμβάνει καν. Τι σε έκανε λοιπόν να τον επιλέξεις;

 

Ελπίζω ότι ο τίτλος «Fonotópia» που επινόησα δεν είναι παραπλανητικός αλλά αντίθετα λειτουργεί με τρόπο ώστε να μπορούν οι ακροατές/ιες να δημιουργήσουν τους δικούς τους συνειρμούς. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ και την συγκεκριμένη γραφή, με λατινικά και τονισμό όπως στην αγγλική λέξη utopia. Επίσης η λέξη «φωνή» είναι πλούσια σε σημασίες και στα ελληνικά και σε άλλες γλώσσες, σημαίνει ανθρώπινη φωνή, μελωδική γραμμή στην πολυφωνική γραφή, ήχος, λόγος αλλά και γνώμη και δρόμος/κατεύθυνση. Από τα τρία έργα με ηλεκτρονικά του δίσκου τα δυο είναι φωνητικά και στο τρίτο χρησιμοποιώ τη φωνή της μουσικού σαν προέκταση της άρπας στο τελευταίο μέρος. «Fonotópia» λοιπόν σημαίνει συνάντηση και σύγκλιση φωνών, ειδών και καλλιτεχνικών πρακτικών προς ένα κοινό στόχο.

 

Υπάρχει κάτι που να συνδέει – έστω μόνο για εσένα προσωπικά – τα τρία έργα μεταξύ τους ή απλά αποφάσισες ότι είχε φτάσει η ώρα να κυκλοφορήσουν και τα έβαλες στο ίδιο CD;

 

Ήρθε απλά η στιγμή που τα έργα αυτά έπρεπε να κυκλοφορήσουν σε δίσκο και αυτό συνέπεσε με την επιθυμία των συνάδελφων μου της Eole Records. Στα τρία έργα με ηλεκτρονικά του δίσκου, για σόλο φωνή, χορωδία και άρπα, υπάρχουν πολλά κοινά  στοιχεία τα οποία και εξελίχθηκαν συνθετικά  μέσα στο χρόνο. Θα αναφέρω μόνο μερικά όπως οι φωνητικές τεχνικές, οι ηχητικές μάσκες, τα μουσικά στοιχεία της τελετουργίας και η χρήση του δημιουργικού αυτοσχεδιασμού στη σύνθεση. Στα «Βάκχες» και «Klama» δούλεψα πάνω στις τεχνικές της φωνής και τις «ηχητικές μάσκες». Οι «ηχητικές μάσκες» είναι αυτές που προσδιορίζουν την φωνητική «ταυτότητα» ενός χαρακτήρα και μεταμορφώνουν τη φωνή. Είναι οι τρόποι τραγουδιού και ομιλίας, τα τεχνολογικά εργαλεία που μεταμορφώνουν τη φωνή (ή και δημιουργούν νέο μουσικό υλικό μέσω υπολογιστή) αλλά μπορεί να είναι και υλικά αντικείμενα τα οποία  λειτουργούν σαν φωνητικά φίλτρα (π.χ. η θεατρική μάσκα, ένα μουσικό όργανο, ένα δοχείο, κ.λπ..). Ένα άλλο κοινό στοιχείο των δύο έργων είναι η μουσική της τελετουργίας  και της έκστασης. Στις «Βάκχες» είναι η μουσική από τα Αναστενάρια και στο «Klama» ο τελετουργικός θρήνος της Μάνης. Οι «Βάκχες» και το «Roll…n’Roll…n’Roll» είναι δύο απαιτητικά έργα για σολίστ στα οποία εισάγω τον αυτοσχεδιασμό, κάτι σπάνιο στη σύγχρονη μουσική για την Γαλλία. Ο αυτοσχεδιασμός είναι πολύ ανεπτυγμένος στις «Βάκχες», σε μικρότερη κλίμακα και διαφορετικά οργανωμένος στο «Roll…n’Roll…n’Roll».

 

Οι «Βάκχες» του Ευρυπίδη είναι ένα έργο που κατά κάποιο τρόπο σε «κυνηγάει», έτσι δεν είναι; Πριν από όλα θεωρείς συμπτωματικό ότι η μόνη αρχαία τραγωδία με την οποία είχε ασχοληθεί ο Ξενάκης ήταν επίσης αυτή ή μήπως πρόκειται, αν όχι για επίδραση, τουλάχιστον για «εκλεκτική συγγένεια»; Είναι η ίδια παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει πριν κάποια χρόνια στη Στέγη Ωνάση ή από τότε έχεις κάνει πολλές και σημαντικές αλλαγές;

 

Οι «Βάκχες» είναι σιγουρά ένα έργο - σταθμός στη δουλειά μου γιατί αποφάσισα να πάω όσο πιο μακριά γίνεται, να ανοίξω το έργο μου ως συνθέτρια σε πεδία «άγνωστα» και πέρα από αυτό που ονομάζουμε σύγχρονη κλασική μουσική. Στην ουσία φέρνω στη μουσική σύνθεση  τον αυτοσχεδιασμό και την σωματική κίνηση του σολίστ - performer — ένα είδος χορογραφίας άμεσα συνδεδεμένης με τη φωνή — τον οποίο διευθύνω στο στούντιο πάνω σε μια γερή βάση, κείμενο, τρόποι εκφοράς και τραγουδιού, ιδιόμορφη παρτιτούρα, σκηνοθετικές και κινησιολογίες οδηγίες και τέλος υπάρχει ένα ηλεκτρονικό μέρος στο οποίο χρησιμοποιώ, μεταξύ άλλων, σύντομα samples από την τελετή των Αναστεναριών. Ο Ξενάκης, στον οποίο είναι αφιερωμένες οι «Βάκχες», ασχολήθηκε με αρκετές τραγωδίες, νομίζω επτά συνολικά. Η αρχαία ελληνική σκέψη, η φιλοσοφία, η τραγωδία, η μυθολογία αλλά και οι επιστήμες, τα μαθηματικά, η φυσική και τη σύγχρονη σκέψη ήταν τα «εργαλεία» του, μαζί βέβαια με τον πειραματισμό και την λογική .Ο Ξενάκης καθόρισε τον ήχο της μουσικής, χρησιμοποίησε τον θόρυβο, κίνησε μάζες ήχων και οραματίστηκε την τέχνη να διαμορφώνει κοσμικά τοπία. Το ίδιο έκανε με τον ήχο και το φως, με τα τεχνολογικά μέσα που διέθετε η εποχή αλλά και με αυτά που ο ίδιος σχεδίασε. Ας έρθουμε όμως στις «Βάκχες» του δίσκου. Αν κάποιο στοιχείο είναι συγγενικό με τον Ξενάκη αυτό είναι η εναλλαγές ρεζίστρων και άρα και χρωμάτων της φωνής. Αυτό δηλαδή που συναντάμε στη μουσική και στο θέατρο της Ασίας αλλά και στους αρχαίους αοιδούς στην προφορική επική παράδοση, την ερμηνεία διαφορετικών «ρόλων» από έναν και μόνο αφηγητή -τραγουδιστή. Στις «Βάκχες» ο σολίστ ερμηνεύει τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες και ο καθένας έχει τη δική του φωνή ή φωνές, αν το προτιμάς έτσι. 

 

Γράφεις πολλά στο σημείωμα σου για τη σύνθεση και την δομή του «Klama (Lament)» αλλά όχι και για την πηγή έμπνευσης του. Ποια ήταν αυτή; 

 

Δεν θυμάμαι ποια ήταν ακριβώς το κίνητρο αλλά ήταν μια ιδέα που άρεσε στην Laurence Equilbey, την μαέστρο της χορωδίας Accentus και στον καλλιτεχνικό διευθυντή του IRCAM. Πριν το Klama είχα συνθέσει το «Psalmos 55» για εξάγωνη χορωδία το οποίο αναφέρεται στην Ιερουσαλήμ, στην καταστροφή της πόλης και μοιάζει με θρήνο του Δαυίδ αλλά και προσευχή ταυτόχρονα. Με ενδιέφεραν τα μοιρολόγια για πολλούς λόγους, έχουν μάλιστα όχι μόνο μουσικό αλλά και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Αρχικά για τη φωνητική έκφραση, τα performative στοιχεία, τη δομή της τελετής αλλά και τις ανατροπές που προκαλεί στην κοινωνική ιεραρχία και την εξουσία, για την σύγκρουση αλλά και τη συνύπαρξη με την εκκλησιά. Επίσης ζώντας στο Παρίσι είδα πόσο διαφορετικές ήταν τότε οι τελετουργίες θανάτου στη Γαλλία από αυτές της Ελλάδας και άλλων χωρών. Βρήκα πολύ λίγη βοήθεια στην Αθήνα όταν προσπάθησα να βρω επιτόπιες ηχογραφήσεις. Όταν η φίλη σκηνοθέτρια Εύη Καραμπάτσου μου έδωσε μια κασέτα ενός τελετουργικού μοιρολογιού ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Η επαναληπτική ακρόαση αυτής της κασέτας ομολογώ πως δεν ήταν μια εύκολη εμπειρία. Ωστόσο ήταν απαραίτητη η ηχητική πρόσληψη αυτού του ντοκουμέντου για να γράψω το «Klama». Με αυτήν την κασέτα δούλεψα και ζήτησα από την Κατερίνα Ξηρού, τραγουδίστρια που είχα δει να ερμηνεύει μοιρολόγια να κάνει μια φωνητική αναπαράσταση στην αίθουσα συναυλιών του IRCAM την οποία και ηχογραφήσαμε. Το «Klama» τελειώνει με τη φωνή της.

 

Θα έλεγα ότι το «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL» είναι τοι πιο ιδιαίτερο από τα τρία έργα, αρχίζοντας ήδη από τον τίτλο του. Πώς σκέφτηκες να χρησιμοποιήσεις ένα από τα πιο χαρακτηριστικά όργανα της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης τόσο κόντρα στη φύση, ακόμα και το ηχόχρωμα του; Οι αλγόριθμοι του υπολογιστή διαμορφώθηκαν μόνον από το παίξιμο της μουσικού ή και από άλλες παραμέτρους; Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης του και πώς συνδέεται με το τόσο σημαντικό θέμα στο οποίο το αφιερώνεις;

 

Η επανάληψη της λέξης roll στον τίτλο συνδέεται με τη συνεχή ροή, την κύλιση, τη ρευστότητα του χρόνου και του μουσικού υλικού αλλά και τον τρόπο που ερμηνεύεται. Από την άλλη η άρπα είναι ένα αρχαίο όργανο, «αρχαϊκό» θα έλεγα με μια έννοια, τόσο γιατί είναι πολύ παλαιό όσο και γιατί είναι λιγότερο σταθερό από άλλα όπως το πιάνο και το βιολί, επηρεάζεται πολύ ευκολά από τη θερμοκρασία και την υγρασία του περιβάλλοντος. Από την άλλη όλα τα μουσικά όργανα υπό μιαν έννοια είναι «κόντρα στη φύση». Δεν υπάρχουν στη φύση, είναι επινοήσεις και κατασκευές του ανθρώπου. Είναι στην ουσία «μηχανές», έξυπνες μηχανές, φτιαγμένες μέσα από τη μελέτη αιώνων των ιδιοτήτων του ήχου, των υλικών και του μουσικού ρεπερτορίου. Οι αλγόριθμοι που επεξεργάζονται του ήχο και δημιουργούν νέο μουσικό υλικό κατά την διάρκεια της συναυλίας αποφασίστηκαν στο στούντιο με βάση τα μουσικό υλικό και την παρτιτούρα αλλά και με τον τρόπο που ανταποκρίνεται η άρπα (και στο υλικό και στους αλγορίθμους). Όλα σχεδόν τα έργα με live ηλεκτρονικά που έχω γράψει ξεκίνησαν με μια περίοδο τεστ και πειραματισμού στο studio με βάση γραμμένα μέρη. Φτιάχνουμε τα εργαλεία που θέλω με τον βοηθό μου που είναι ειδικός τεχνολόγος του ήχου, πειραματίζομαι με άλλα καινούρια και δοκιμάζουμε τον τρόπο που ανταποκρίνεται το μουσικό όργανο. Σχεδιάζω κάποιους παραμέτρους από πριν και επίσης ο βοηθός μου κάνει πολύτιμες προτάσεις. Ανάλογα με το μουσικό αποτέλεσμα κρατώ τα ενδιαφέροντα στοιχεία για την σύνθεση και τελειοποιούμε τις παραμέτρους. Φυσικά ένα έργο δεν παίζεται ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε κάθε συναυλία, υπάρχουν μικρομετατοπίσεις θα έλεγα,  αλλάζουν, έστω και λίγο, οι εντάσεις, το χρώμα του ήχου, η διάρθρωση των φθόγγων, οι διάρκειες, ακόμα και η ταχύτητα κάποιες φορές. Αυτές οι μετατοπίσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες και έχουν φυσικά συνέπειες ως προς τον τρόπο που θα ανταποκριθεί ο αλγόριθμος. Από τα πέντε μέρη του έργου, δυο είναι συνδεδεμένα με μια εξωμουσική ιδέα,·συγκεκριμένα, ένα από αυτά συνδέεται με τον καταστροφικό τρόπο αντιμετώπισης του μεταναστευτικού σε όλη την Ευρώπη και βέβαια και την Ελλάδα. Διαπίστωσα ότι σε μια μεγαλούπολη όπως το Παρίσι κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό που γίνεται στον Νότο ή στη ζούγκλα του Calais. Κυριαρχούσε μια σιωπή παράξενη γύρω από αυτό το ζήτημα που ωστόσο αφορούσε και την Γαλλία. Αντί για σιωπή λοιπόν προτείνω μια φωνή, μια «κρυμμένη» κραυγή μέσα στον ήχο της άρπας. Δεν ξέρουμε τι είναι ακριβώς ο ήχος αυτός. Είναι glissando της άρπας; Ή είναι φωνή;

 


Και τα τρία βέβαια είναι αρκετά παλαιότερα έργα αλλά πιστεύεις ότι όλα και κυρίως το «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL» επανανοηματοδοτήθηκαν ή έστω απέκτησαν κάποια επιπλέον σημασία με την πανδημία/καραντίνα;

 

Πιστεύω πως είναι πολλά έργα, μουσικά και όχι μόνο, που  εστιάζουν στην κατάρρευση της πόλης, την επιδημία, τον εγκλεισμό. Με αυτή την έννοια ο Διόνυσος στις «Βάκχες» φέρνει μια επιδημία στην πόλη, λύτρωση και έκσταση για αυτούς που τον ανακαλύπτουν και καταστροφική για αυτούς που αρνούνται να δουν την εκδήλωση του θεού. 

 

Προτιμάς να κυκλοφορείς δισκογραφικά ζωντανές εκτελέσεις/παραστάσεις των έργων σου ή αυτό γίνεται για πρακτικούς λόγους;

 

Στον δίσκο υπάρχει μόνον ένα έργο που είναι ηχογραφημένο ζωντανά, το «Klama» που ηχογραφήθηκε από τη Γαλλική Ραδιοφωνία στο Κέντρο Πομπιντού. Τα αλλά δύο έργα ηχογραφήθηκαν ειδικά για τον δίσκο. Για το συγκεκριμένο έργο, επειδή είναι και το παλαιότερο, έπρεπε να γίνουν όλα από την αρχή, οι  πρόβες με τους τεχνικούς κ.λπ. Ήταν σχετικά δύσκολο να κινητοποιηθούν τόσοι συντελεστές, η χορωδία, η Γαλλική Ραδιοφωνία, το IRCAM, οι τεχνικοί και το κόστος παραγωγής θα έφτανε στα ύψη. Ένας δίσκος είναι το υλικό αποτύπωμα της ηχητικής καταγραφής μιας συγκεκριμένης εκτέλεσης ενός έργου. Σκοπός του είναι να διαδοθεί και να μοιραστεί στο ευρύτερο κοινό. Σήμερα η διάδοση αυτή γίνεται και με άλλο τρόπο μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες, έτσι έγινε και με αυτό το CD. Βρισκω πολύ ενδιαφέρον δε ότι το booklet με την παρουσίαση των έργων και των συντελεστών βρίσκεται επίσης στο  Διαδίκτυο και μπορεί κάνεις να το κατεβάσει ή να το διαβάσει οnline.

 

Συνδέονται καθόλου, όχι ως συνθετική προσέγγιση και δομή αλλά ως περιεχόμενο, αυτά τα τρία έργα και περισσότερο και πάλι το «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL» με το τελευταίο έργο που παρουσίασες στη Στέγη Ωνάση ή εκείνο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό;

 

Θα πω μόνο ότι τα τρία έργα μου «ROLL... N’ ROLL... N’ ROLL», «EROR (The Pianist)» που παρουσιάστηκε στη Στέγη Ωνάση και «Bacchae», πέρα από το ότι είναι καθαρά σολιστικά,  εμπλέκουν με διαφορετικό τρόπο τον ελεγχόμενο δημιουργικό αυτοσχεδιασμό στη σύνθεση, είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό. Επίσης η θεματική της «πόλης» βρίσκεται, άλλοτε πολύ και άλλοτε λιγότερο, στο επίκεντρο τους. Στο «EROR» η πόλη είναι η βασική θεματική, ένας πιανίστας επιστρέφει σε μιαν άδεια πόλη που οι κάτοικοι της έχουν γίνει χρωματιστές σκιές - αποτυπώματα στους τοίχους της.

 

Πώς βίωσες προσωπικά την πανδημία και την καραντίνα αλλά και σε επηρέασε καθόλου δημιουργικά και, αν ναι, σε ποιο βαθμό;

 

Δύσκολα όπως και πολλοί/ές άλλοι/ες. Αλλά αυτό αφορά περισσότερο στην διάσταση και τις επιπτώσεις της παρά στο ότι έπρεπε να μείνω σπίτι. Ως συνθέτρια είμαι συνηθισμένη στο σταμάτημα του χρόνου και στην απομόνωση στο σπίτι λόγω της φύσης της δουλείας μου. Ακυρωθήκαν συναυλίες, πρόβες, μετακινήσεις…Οι επαφές μας μέσω Internet ήταν κάτι που διευκόλυνε πολύ την κατάσταση και επαγγελματικά και ψυχολογικά. Ωστόσο η μουσική είναι συλλογική και χωρική, όπως και το θέατρο και δεν γίνεται μέσω Internet, τουλάχιστον επί του παρόντος και με την τεχνολογία που διαθέτουμε. Εκτός αν γίνονται έργα εξαρχής και ειδικά για το Internet, για το συγκεκριμένο φορμά και τρόπο μετάδοσης, με συγκεκριμένα μέσα και νέα αισθητική προσέγγιση. Ωστόσο ήταν εντυπωσιακό το πως η νεότερη γενιά χρησιμοποίησε αμέσως και με κάθε τρόπο το Internet για να υπάρξει μέσα σε αυτή την δύσκολη περίοδο. Προσωπικά ξαναδούλεψα παλαιοτέρα έργα μου και σχεδίασα καινούρια. Στην αρχή είχα ανάγκη να αφουγκραστώ αυτό που γίνεται για πρώτη φορά σε όλον τον πλανήτη σχεδόν ταυτόχρονα. Μια μεγάλη σιωπή αλλά και η ταχύτατη μετάδοση μιας επιδημίας, αποτέλεσμα μιας «φασαρίας», της υπερ-μετακινησης πάνω στον πλανήτη. Ήταν κάτι σαν το «ολικό δυστύχημα» του Paul Virilio μαζί με μια παράξενη, μεταφυσική σχεδόν αγωνία, μια τεράστια έκπληξη και μια συλλογική περισυλλογή.

 

Θεωρείς ότι μετά την πανδημία μιλάμε για έναν σχεδόν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν που υπήρχε πριν; Όπως και αν έχει οι αλλαγές που επήλθαν θα έλεγες ότι είναι και θετικές εκτός από αρνητικές; Ειδικά στον χώρο του πολιτισμού, της τέχνης και βέβαια και της μουσικής βλέπεις κάποια θετική επίδραση όλης αυτής της απομόνωσης για τόσο καιρό, έστω στη νοοτροπία μόνο των ανθρώπων του πολιτισμού, έγιναν ίσως πιο ανοιχτοί σε επιδράσεις αλλά και σε συνεργασίες;

 

Πιστεύω ότι η επιδημία άλλαξε αρκετά πράγματα, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο ωστόσο δεν νομίζω ότι πρόκειται για  έναν διαφορετικό κόσμο. Από τη μία οι μουσικοί έκαναν τα πάντα για να υπάρξουν έστω και διαδικτυακά - αυτή η αντίσταση, αυτό το «πείσμα» ενάντια στην επιβεβλημένη πραγματικότητα ήταν εντυπωσιακό και συγκινητικό. Δείχνει πως, ό,τι και αν γίνει, οι καλλιτέχνες θέλουν να είναι «εδώ», παρόντες  μαζί με όλους τους άλλους ανθρώπους και το κοινό. Από την άλλη βρίσκω ότι η ιντερνετικη εμπειρία της παράστασης - άκουσα μάλιστα και τον τεχνικό όρο «πολιτιστικό περιεχόμενο απομακρυσμένης πρόσβασης» -  απλά δεν υφίσταται ως εμπειρία. Η οθόνη δεν είναι «χώρος» μέσα στον οποίο το αυτί, το μάτι, ακόμα και το σώμα κατευθύνονται ταυτόχρονα αλλά και χωριστά σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Πέρα από αυτό πιστεύω ότι η υιοθέτηση μιας καινούργιάς συνήθειας, ιντερνετική μόνο μετάδοση χωρίς ζωντανή παράσταση, εκτός από εύκολη λύση είναι και καταστροφική, για το κοινό, τα έργα και τους καλλιτέχνες. Δηλώνει απεμπλοκή της παραγωγής από το έργο και τεράστια απόσταση μεταξύ έργου - κοινού - θεσμών. Είναι δε δραματικό το ότι ούτε οι δημιουργοί λαβαίνουν τα νόμιμα δικαιώματα τους ούτε καν μπαίνει στο τραπέζι το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτό νομίζω δείχνει κατά πόσον η τέχνη του σήμερα αποτελεί ή όχι πολιτιστική κληρονομιά για την Πολιτεία και για την χώρα. Αν ως συνέπεια της επιδημίας περιοριστούν οι εντατικές μετακινήσεις θα είναι θετικό. Οι ορχήστρες που μετακινούνται για μια μοναδική συναυλία στην άλλη άκρη του πλανήτη θεωρούνται υπερβολικά ρυπαίνουσες. Μια πιθανή λύση θα ήταν η τόνωση των τοπικών ορχηστρών οι οποίες θα παίζουν περισσότερο και ευρύτερο ρεπερτόριο οπότε και οι μουσικοί θα αμείβονται καλύτερα. Από την άλλη φαίνεται δύσκολο να περιοριστεί ο άκρατος μαζικός τουρισμός. Σήμερα όλοι μπορούν να ταξιδέψουν, ακόμα και άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα λόγω των προσφορών. Αυτού του είδους ο εκδημοκρατισμός του ταξιδιού εξαλείφει κάποιου είδους ανισότητες από την άλλη όμως υπακούει σε μια «βιομηχανία του τουρισμού» που καταστρέφει τον πλανήτη και την ιδιομορφία των τόπων. Προξενείται μια εξομοίωση στον τρόπο ζωής μέσω των προσφορών που πρέπει να στοχεύουν στην ομοιομορφία και τη μαζική κατανάλωση. Επίσης βρισκω πολύ παράξενο και επικίνδυνο την έλλειψη εμπιστοσύνης στην επιστήμη. Τα εμβόλια είναι αυτά που μας έδωσαν την ανοσία και επιτρέπουν να επιβιώσουμε ως είδος, της φυματίωσης, πολιομυελίτιδας, ηπατίτιδας, HPV, του Εμπολα και φυσικά της γρίπης.

 


Γενικότερα είσαι αισιόδοξη ή όχι για το μέλλον της ηπείρου μας, της Ευρώπης και φυσικά και του πολιτισμού της;

 

Επιθυμώ να επιβιώσει η Ευρώπη, μεγάλωσα με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης και πιστεύω σε αυτή όσο και αν χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμα. Πιστεύω πως πρέπει να μετατραπεί σε πολιτική ένωση, όχι μόνον οικονομική και να περιθωριοποιηθούν νομοθετικά τα ακραία στοιχεία που προωθούν εθνικιστικές, ρατσιστικές, μισογυνικές, ομοφοβικές και ακραίες θρησκευτικές ιδέες. Σιγουρά δεν επιθυμώ μια Ευρώπη που επιστρέφει στον Μεσαίωνα. Υπάρχει αρκετή κινητικότητα στον τομέα των τεχνών και της μουσικής. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες μουσικοί έχουν πλέον τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν ευκολότερα απ’ ότι στο παρελθόν. Ωστόσο πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν καλλιτεχνικοί και εκπαιδευτικοί πόλοι στην Ελλάδα με σχέδιο σε βάθος χρόνου, για καλλιτέχνες, σπουδαστές αλλά και διδάσκοντες οι οποίοι θα προέρχονται και από το εξωτερικό. Μόνον η συνάντηση και η τριβή με το «ξένο» διαμορφώνει το μέτρο και προωθεί ουσιαστικά. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να γίνει πολύ πριν την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά ενάμιση βαθμό Κελσίου  γιατί ίσως τότε στην Ελλάδα κάνει υπερβολική ζέστη (γέλια) για επισκέψεις ή διαμονή. Πάντως πρέπει να σκεφτούμε και να αντιμετωπίσουμε το θέμα του περιβάλλοντος πολύ σοβαρά, τόσο  σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Αν καταστρέψουμε τη φύση κάποια στιγμή θα αφανιστεί και το είδος μας. Αν και  τουλάχιστον η φύση θα επιβιώσει, θα αυτορυθμιστεί, αυτό είναι σίγουρο…(γέλια)

 

Ποια είναι τα projects πάνω στα οποία εργάζεσαι αυτή τη στιγμή και θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάποιο/α από αυτά και στην Ελλάδα; 

 

Αυτή τη στιγμή εργάζομαι σε ένα έργο για ένα εξαίρετο ελληνικό μουσικό σύνολο και στη συνέχεια ένα άλλο για σόλο πιάνο που θα παρουσιαστεί στην Αθήνα τον επόμενο Σεπτέμβριο. Ακολουθεί ένα έργο για ενόργανο σύνολο και ηλεκτρονικά, ανάθεση του γαλλικού υπουργείου πολιτισμού για το Court-Circuit, ένα πολύ γνωστό παρισινό μουσικό σύνολο. Και φυσικά θα συνεχίσω με νέες multimedia παραστάσεις τις  οποίες οργανώνουμε αυτό τον καιρό…

 

Ακούραστη και πολυπράγμων η Γεωργία Σπυροπούλου δεν θα σταματήσει να ανοίγει νέους δρόμους για την ελληνική και διεθνή μουσική πρωτοπορία...ευτυχώς γιατί δεν υπάρχουν πολλοί και πολλές ανάλογοι/ες της σε αυτή την χώρα.

 



Ακούστε αποσπάσματα του «Fonotopia»

 

https://www.amazon.fr/Fonot%E1%BB%9Bpia-Georgia-Spiropoulos/dp/B09795J18L/ref=sr_1_4

 

Παλαιότερες εκτελέσεις των έργων του δίσκου και του «EROR» 

 

https://www.youtube.com/watch?v=VL6VbWmhI9g

 

https://www.youtube.com/watch?v=3soEMzbu-bU&list=RD3soEMzbu-bU&start_radio=1&rv=3soEMzbu-bU&t=274

 

https://www.youtube.com/watch?v=2T66KHznUoM

 

https://www.youtube.com/watch?v=5VZB1gu3Ws8

No comments:

Post a Comment

«15»: H Puzzlemusic γιορτάζει τα δέκα πέντε χρόνια λειτουργίας της με μια συλλογή που κοιτάζει τουλάχιστον προς τα επόμενα δέκα πέντε

  H Puzzlemusik ανακοίνωσε την ίδρυση της τον Σεπτέμβριο του 2006 και κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της στις 27 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Ιδρ...